ΤΟ
ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ
Ο παρνασσισμός είναι ένα κίνημα που
εμφανίζεται στη Γαλλία γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, ως αντίδραση προς το
ρομαντισμό. Το νέο λογοτεχνικό κίνημα θα διατηρήσει τη σημασία του για τρεις
περίπου δεκαετίες ( 1.850 – 1.880 ) και σιγά σιγά θα εξαπλωθεί σε μερικές ακόμη
χώρες.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι, με
τον παρνασσισμό, η ποίηση επανέρχεται σε μια ισορροπία. Από την άποψη αυτή,
συνιστά ένα είδος νεο-κλασικισμού, ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εποχή του,
αλλά δεν είχε μεγάλη διάρκεια ή συνέχεια.
Τα
χαρακτηριστικά του παρνασσισμού, λοιπόν, είναι τα εξής:
1. η πιστότητα
2. η ρεαλιστική αναπαράσταση
3. η απάθεια
4. η απουσία της υπερβολής
συναισθημάτων
5. η στατικότητα
6. οι ακριβής περιγραφές
7. η επιμονή στην αναζήτηση των
κατάλληλων λέξεων
8. η απόλυτη τελειότητα
9. η απόλυτη πειθαρχία
10. η άντληση των θεμάτων του από
την αρχαιότητα.
Ο
ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Γενικότερα, ο παρνασσισμός αποτελεί ένα
λογοτεχνικό κίνημα που έχει ως πυρήνα την πειθαρχία του συναισθήματος, την
ακρίβεια της περιγραφής και την τελειότητα της μορφής. Ωστόσο, αυτά του
χαρακτηριστικά γίνονται πιο αισθητά στο χώρο όπου πρωτοεμφανίστηκε. Από την μια μεριά, ο γαλλικός παρνασσισμός
αποτελεί αντίδραση του ρομαντικού κινήματος, ενώ περιέχει κλασικιστικά
στοιχεία. Κατ' αυτόν τον τρόπο, πραγματοποιείται η επαναφορά ισορροπίας μετά το
συναισθηματικό και πολύ συχνά αρρωστημένο ξέσπασμα του ρομαντισμού, εφόσον
διαθέτει ρεαλιστική διάθεση.
Από την άλλη μεριά, όμως, ο νεοελληνικός
παρνασσισμός δεν έχει ως απώτερο σκοπό να αποδώσει τόσο μεγάλο βαθμό απάθειας,
αλλά λειτουργεί προσπαθώντας να εξισορροπήσει την τόσο έντονη διαφορά ανάμεσα
στο ρομαντικό κίνημα και αυτό του παρνασσισμού. Σε αντίθεση με το παρνασσιστικό
κίνημα στο χώρο της Γαλλίας και, κατ' επέκταση, ολόκληρης της Ευρώπης, στα
πλαίσια του ελλαδικού χώρου και της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο παρνασσισμός
εμφανίστηκε με ένα ύφος αντιτιθέμενο στο στόμφο και στη ρητορεία του αθηναϊκού
ρομαντισμού. Παρόλα αυτά, ο νεοελληνικός παρνασσισμός δεν υιοθετεί δουλικά κάθε
χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου κινήματος, καθώς δεν περνάει απαρατήρητο το
γεγονός ότι διαθέτει στοιχεία που δεν αποσκοπούν στην επίτευξη υπερβολικής
απάθειας, όπως ακριβώς συνέβαινε στο εξωτερικό. Επιπρόσθετα, παρατηρείται μια
στροφή προς τη φύση και τον ειδυλλιακό επαρχιακό χώρο, στους θρύλους και τις
παραδόσεις του λαού.
Στην Ελλάδα συναντάται ως μία ισορρόπηση
ανάμεσα στον ξέφρενο συναισθηματισμό της προηγούμενης περιόδου, του
ρομαντισμού, και τις επιρροές της απόλυτης απάθειας που πρέσβευε το κίνημα στη
Γαλλία. Ως αποτέλεσμα, γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα σ' αυτά τα εντελώς αντίθετα
και ακραία λογοτεχνικά κινήματα που το ένα διαδέχθηκε το άλλο, με σκοπό να
αντιτεθεί το δεύτερο στη θέση του πρώτου, ενώ για να τη σύνθεση κι των δύο, για
να βρεθεί μια γραμμή ισορροπίας, χρειάστηκε ο νεοελληνικός παρνασσισμός που
άντλησε τα καλύτερα χαρακτηριστικά κι από τις δύο περιόδους.
Η
΄΄ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ΄΄ ΚΑΙ ΟΙ ΄΄ΠΑΤΡΙΔΕΣ΄΄
Στο ποίημα του Μαβίλη, ''Καλλιπάτειρα'',
συναντάμε αρκετά από τα χαρακτηριστικά του παρνασσισμού. Το ποίημα είναι
γραμμένο με τέλεια μορφή, αφού αποτελεί σονέτο. Αποτελείται από τέσσερις
στροφές, από τις οποίες οι δύο πρώτες είναι τετράστιχες, ενώ οι υπόλοιπες
τρίστιχες. Υπάρχει ακριβολογία και μορφική τελειότητα, ενώ διακρίνουμε και
σταυρωτή ομοιοκαταληξία ( μπήκες – Ολυμπιονίκες / αρχαία – Ευκλέα ). Ο Μαβίλης
δεν χρησιμοποιεί κανένα απολύτως συναίσθημα, αφού θέλει να είναι πραγματιστής.
Αντλεί το θέμα του ποιήματος από την αρχαιότητα και, γι' αυτό και κυριαρχούν
κινητικές και οπτικές εικόνες. Εν τέλη, η χρήση πολλών επιθέτων χαρίζει στο
ποίημα λυρικότητα, η οποία του προσδίδει αυστηρή δομή.
Ο Κωστής Παλαμάς στο δωδέκατο σονέτο του
χρησιμοποιεί μια αρχαία φιλοσοφική θεωρία και δίνει απάντηση στα μεταφυσικά
ερωτήματα για την καταγωγή και τον προορισμό, πρόβλημα που βρίσκεται στον
πυρήνα και των δώδεκα σονέτων του. Από αυτό καταλαβαίνουμε ότι το θέμα του
ποιήματός του είναι άκρα ιστορικό. Επίσης, το ότι είναι σονέτο προσδίδει στο
ποίημα τέλεια μορφή, με ''λίγη'' σταυρωτή ομοιοκαταληξία και με ιαμβικό
δεκατρισύλλαβο. Εκτός αυτού, το ύφος του
είναι στοχαστικό, γεμάτο κοσμογονικές εικόνες.
Η
ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΕΜΠΕΔΟΚΛΕΟΥΣ ΣΤΟ ''ΠΑΤΡΙΔΕΣ''
Ο Εμπεδοκλής ήταν ένας από τους
σπουδαιότερους αντιπροσώπους της προσωκρατικής ελληνικής φιλοσοφίας. Η αρχαία
φιλοσοφική του θεωρία, που διατυπώνεται στο ποίημα ''Πατρίδες'', εκφράζει την
κύριά του πεποίθηση στο ζήτημα του τρόπου, σύμφωνα με τον οποίο δημιουργήθηκε ο
κόσμος.
Πριν από την κοσμοθεωρία του Εμπεδοκλέους,
υπήρξαν Αρχαίοι Έλληνες που έθεσαν διαφορετικές απόψεις πάνω στο θέμα, όπως ο
Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος. Από την μια πλευρά, ο Παρμενίδης υποστήριξε πως
τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει και πως οι εντυπώσεις που φτάνουν έως εμάς μέσω
των αισθήσεών μας είναι λανθασμένες. Από την άλλη, ωστόσο, ο Ηράκλειτος έθεσε
το αξίωμα πως τα πάντα αλλάζουν, καθώς και πως οι εντυπώσεις που φτάνουν ως
εμάς μέσω των αισθήσεών μας είναι αληθινές και ανταποκρίνονται στην
πραγματικότητα.
Η
άποψη του Εμπεδοκλέους, όσον αφορά την τόσο ακραία διαφωνία ανάμεσα στους δύο
φιλοσόφους, ήταν πως κι οι δύο είχαν δίκιο ως προς το ένα σημείο της σκέψης
τους, άδικο όμως ως προς το άλλο. Γι' αυτόν, όλη η διαφορά ξεκινούσε από το ότι
οι φιλόσοφοι θεωρούσαν αυτονόητη αφετηρία της σκέψης τους την ύπαρξη ενός μόνο
πρωταρχικού στοιχείου. Κατά την άποψή του, η υπόθεση αυτή έπρεπε να
εγκαταλειφθεί, καθώς κανένα από τα πρωταρχικά στοιχεία δεν μπορεί από μόνο του
να μεταμορφωθεί σε άλλα αγαθά της φύσης.
Ο Εμπεδοκλής
πίστευε ότι η φύση διέθετε τέσσερα πρωταρχικά στοιχεία ή ''ρίζες'', όπως ο
ίδιος τα αποκαλούσε. Οι τέσσερις αυτές ρίζες ήταν, κατά την γνώμη του, η γη, το
νερό, ο αέρας και η φωτιά.
Επομένως, η θεωρία του υποστηρίζει πως όλες
οι μεταβολές στη φύση συμβαίνουν, επειδή τα τέσσερα αυτά πρωταρχικά στοιχεία
ενώνονται και χωρίζουν πάλι για να ενωθούν με διαφορετικό τρόπο, καθώς τα πάντα
σ' αυτόν τον κόσμο αποτελούνται από γη, νερό, αέρα και φωτιά. Θεωρούσε πως
τίποτε δεν έχει φυσική αρχή και πως τίποτε δεν παύει να υφίσταται, καθώς η
γένεση και η φθορά δεν είναι παρά η ένωση και η διάλυση των τεσσάρων βασικών
αρχών του σύμπαντος. Αυτές οι αιώνιες
κοσμογονικές αρχές θεωρούνται η αρχή των πάντων, εφόσον από τη σύμμειξη τους
δημιουργούνται τα πάντα, τα έμβια και τα μη έμβια επί της Γης. Το μόνο που
αλλάζει σε κάθε ένωση είναι το μείγμα, ενώ όσες μεταβολές κι αν υποστούν τα
μείγματα στα οποία συμμετέχουν, παραμένουν αναλλοίωτα. Η ύπαρξη δεν μπορεί να
γεννηθεί, αλλά ούτε κι να καταστραφεί.
Η ύπαρξη αυτής της θεωρίας της εξέλιξης
δικαιολογεί την ένταξη του ποιήματος στο ρεύμα του παρνασσισμού, εφόσον
προέρχεται από την ελληνική φιλοσοφία, παρατηρώντας στροφή προς τη φύση και τη
ζωή. Ο ποιητής, επίσης, μιλάει για τις φυσικές και πνευματικές του πατρίδες που
τον διαμόρφωσαν.
Καούρα
Παναγιώτα
Κατωπόδη
Ευαγγελία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου