Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Ο θεσμός της προίκας (2)






    
    
                                                                          Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΙΚΑΣ

Ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο. Οι συνήθεις λόγοι που επιβαλλόταν ήταν αρχικά οικονομικοί και στη συνέχεια κοινωνικοί. Πέρα από τα φυσικά προσόντα της νύφης, αιτία γάμου αποτελούσε και η προίκα. Η προίκα ήταν ένα συμβόλαιο γάμου, έγγραφο και ενυπόγραφο, το οποίο επιβεβαιωνόταν από το προικοσύμφωνο. Ήταν μια ενέργεια στην οποία το συναίσθημα είχε ανύπαρκτο ρόλο στην διαδικασία λήψεως της απόφασης.
Οι γονείς κάθε κοπέλας προσπαθούσαν από τα μικρά χρόνια της μέχρι τη στιγμή που θα την ζητούσε κάποιος να συλλέξουν όση περισσότερη προίκα μπορούσαν για να παντρευτεί. Συνήθως η προίκα αποτελούνταν από ρούχα, αλλά οι πιο εύποροι έδιναν κοσμήματα, κτήματα γης, ζώα καθώς και κατοικίες. Στην ουσία η προίκα ήταν μια αποζημίωση στον άντρα, καθώς εξασφάλιζε την ελάφρυνση της οικογένειας σε πολλούς τομείς και του συζύγου από τα βάρη της.
Μία  εβδομάδα  πριν  το  γάμο,  οι  φίλες  της  νύφης  έπλεναν  και  σιδέρωναν  την  προίκα  της  και  μετά  την  άπλωναν  στα  δωμάτια  του  πατρικού  της  σπιτιού  σε  κοινή  θέα,  για  να  φανεί  τι  είχε  ετοιμάσει  η  νύφη.  Τότε  γινόταν  ο  σχολιασμός  από  τις  γυναίκες.  Πόσα  κεντήματα,  πόσα  σεντόνια,  πόσες  μαξιλαροθήκες,  πόσα  χαλιά  είχε,  πράγμα  που  έφερνε  σε  πολύ  δύσκολη  θέση  την  οικογένειά  της  που  δεν  μπορούσε  να  αντεπεξέλθει  οικονομικά,  πράγμα  απαράδεκτο. Την  παραμονή  του  γάμου  πάλι,   οι  φίλες  της,  φόρτωναν  τα  προικιά  σε  κάρα  για  να  τα  φέρουν  στο  σπίτι  του  γαμπρού.  Στη  διαδρομή,  τα  πιτσιρίκια  έκλειναν  το  δρόμο  με  σκοινί  μέχρι  να  πάρουν «τα διόδια». Φτάνοντας  στο  σπίτι  του  γαμπρού,  έπρεπε  ο  γαμπρός  να  πληρώσει  κάτι  στα  κορίτσια  για  τον  κόπο  τους  αλλιώς  δεν  την  παρέδιδαν.  Μετά  από διαπραγματεύσεις,  τελικά  έμπαινε  η  προίκα στο  σπίτι  και  στολιζόταν  ξανά.









ΠΡΟΙΚΟΣΥΜΦΩΝΟ

Από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια ( 5ος αι. µ.Χ.) για τη σύσταση της
προίκας συντάσσονταν  προικώα έγγραφα. Η  συνήθεια αυτή κράτησε
σε όλη τη βυζαντινή περίοδο και συνεχίστηκε στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας .Τα έγγραφα αυτά ονομάζονταν προικοσύμφωνα (αλλού
προικοχάρτια, αρραβωνοχάρτια  κτλ.) και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
συντάσσονταν από κληρικούς, ιερείς ή μοναχούς, που  εφάρμοζαν το
οικογενειακό δίκαιο στους υπόδουλους Έλληνες. Η  σύνταξή τους
γινόταν πάντα µε παρουσία μαρτύρων, που ήταν υποχρεωμένοι να
υπογράψουν το προικοσύμφωνο. Το προικοσύμφωνο συντασσόταν πριν
από τον γάμο. Η προίκα παραδινόταν στον γαμπρό  πριν από τη στέψη.
Περιλάμβανε είδη ρουχισμού , έπιπλα, οικιακά σκεύη, κοσμήματα, ζώα
(πρόβατα, βόδια ), νομίσματα κ.ά..  Περιλάμβανε βέβαια και όλα τα ακίνητα
( σπίτια, αμπέλια, χωράφια, ελαιοκτήματα κτλ.),που περιγράφονταν µε κάθε λεπτομέρεια ( θέση, έκταση , γείτονες κτλ.). Ο σύζυγος είχε την υποχρέωση να διαχειρίζεται καλά την προίκα της συζύγου και να φροντίζει για τη διατήρηση και την ακεραιότητά της. Δεν είχε το δικαίωμα να εκποιήσει ή µε άλλο τρόπο να παραχωρήσει κάποιο  από τα προικώα ακίνητα. Η κυριότητα  των ακινήτων ανήκε στη σύζυγο  και µόνο  την επικαρπία είχε ο σύζυγος. Αν πέθαινε  ο σύζυγος ή αν  χώριζε το ανδρόγυνο, η προίκα έμενε  στη γυναίκα ως ιδιοκτησία της. Αν πέθαινε η σύζυγος, τότε ένα μέρος της προίκας  κληρονομούσε ο σύζυγος  και το μεγαλύτερο µέρος κληρονομούσαν τα παιδιά. Αν το αντρόγυνο δεν είχε αποχτήσει παιδιά, τότε η προίκα γύριζε στον προικοδότη, αν ζούσε, ή στους νόμιμους κληρονόμους του.





Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΙΚΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Η ΠΡΟΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΟΧΗ

    Οι ρίζες του θεσμού της προίκας απαντώνται στα πανάρχαια χρόνια όπου θεωρούνταν απαραίτητη, καθώς ο γάμος δε θεμελιωνόταν πάνω σε αμοιβαία αισθήματα αγάπης, αλλά ήταν μια καλή επένδυση για το μέλλον. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το νόμο η προσφορά προίκας ανάγεται στο θεσμό του γάμου με σύμβαση αγοραπωλησίας, όπου αντικείμενο της σύμβασης ήταν η γυναίκα και το τίμημα η προίκα. Στην Αρχαία Εποχή, ο γάμος είχε ως απώτερο σκοπό την τεκνοποίηση, δηλαδή τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους. Όμως για να πραγματοποιηθεί ο γάμος απαραίτητη ήταν η σύναψη συμβολαίου με σκοπό τον καθορισμό των περιουσιακών στοιχείων της γυναίκας. Η ιδέα της προίκας αρχίζει την εποχή του Σόλωνα και περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία για την κόρη. «Νύφη άπροικος παρρησίαν ούκ έχει», που σημαίνει νύφη χωρίς προίκα δεν έχει ελευθερία λόγου. Ο Ευριπίδης στην Ανδρομάχη λέει : «Ταύτα θωρείται πατήρ, πολλούς σύν εύδοις, ώστ' ελευθεροστομείν», δηλαδή μου χαρίζει ο πατέρας μαζί με πολλά άλλα γαμήλια δώρα, ώστε να μπορώ να μιλάω.
Ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία του» είναι πολέμιος της προίκας και την θεωρεί αντιδημοκρατική, λόγω του ότι ενώνονται μεγάλες περιουσίες και συγκεντρώνεται πολύς πλούτος  σε χέρια λίγων.
Στην Αρχαία Αθήνα και Σπάρτη η τέλεση του γάμου επικυρωνόταν με τη συμφωνία του πατέρα της νύφης και του γαμπρού ενώπιον μαρτύρων. Η συμφωνία αυτή ονομαζόταν ΄΄εγγύη΄΄ και επρόκειτο για μια πολύ σημαντική νομική πράξη παρά το γεγονός ότι ήταν προφορική. Σύμφωνα με την ΄΄εγγύη΄΄ οριζόταν η προίκα, ενώ παράλληλα περνούσε η κυριότητα της κοπέλας από τον πατέρα στον μνηστήρα.

Η ΠΡΟΙΚΑ ΣΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

    Στη Ρωμαϊκή εποχή, η προίκα υπαγορευόταν από τα κοινωνικά ήθη της εποχής και σχετιζόταν άμεσα με το γάμο. Η προίκα, ως σύνολο περιουσιακών στοιχείων, απέβλεπε στην ανακούφιση των βαρών του γάμου και αποτελούσε αντιστάθμισμα του κληρονομικού μεριδίου της γυναίκας στην πατρική εξουσία. Όταν η γυναίκα έφευγε από την οικογένεια στην οποία ως τότε ανήκε και περνούσε στην οικογένεια του συζύγου της, διακοπτόταν ο συγγενικός δεσμός κατ’ αρρενογονία μεταξύ της γυναίκας και της ως τότε οικογένειάς της και έχανε τα κληρονομικά της δικαιώματα πάνω στη οικογενειακή περιουσία. Ως αντίβαρο λοιπόν, δημιουργήθηκε μία ηθική και όχι νομική υποχρέωση του εξουσιαστή της γυναίκας να δίνει, όταν γίνει γάμος, ορισμένα περιουσιακά στοιχεία στον άνδρα ως αποζημίωση, εκ των οποίων γινόταν κύριος.
Κατά τους αρχαϊκούς χρόνους το ρωμαϊκό δίκαιο αγνοούσε την κατάρτιση των προικώων συμβολαίων και γενικότερα τον έγγραφο τύπο των δικαιοπραξιών.  Από τον 2ο αιώνα μ.Χ. αρχίζει να διαδίδεται η σύνταξη
συμβολαιογραφικού εγγράφου για τη σύνταξη της προίκας. Στο ρωμαϊκό
προικώο συμβόλαιο αναφέρονται πολλές φορές εκτός από την προίκα και τα « παράφερνα ». Με τον όρο παράφερνα εννοούνται τα περιουσιακά στοιχεία της γυναίκας που δεν περιλαμβάνονται στην προίκα, αλλά τα οποία η γυναίκα προσέφερε για να μπουν κάτω από τη διαχείριση του άνδρα και τα οποία καταγράφηκαν και διατιμήθηκαν για αυτό το λόγο. Κατά συνέπεια, κάθε εξώπροικη περιουσία της γυναίκας δεν αποτελούσε παράφερνα, αλλά μόνο εκείνη που απογράφηκε και εκτιμήθηκε για το σκοπό αυτό.



Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΙΚΑΣ  ΣΤΑ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

Ο θεσμός της προίκας ήταν βαθιά ριζωμένος στις καρδιές των ανθρώπων και αποτελούσε έναν άγραφο νόμο του εθιμικού δικαίου. Η προίκα αποτελούσε μείζον θέμα για την κάθε οικογένεια και για αυτό το λόγο συμμετείχαν όλα τα μέλη στη συγκέντρωση της ακόμα και η μέλλουσα νύφη. Λόγω της πενίας που επικρατούσε, δηλαδή το ότι οι δουλειές ήταν
περιορισμένες και οι αποδοχές δεν ήταν ικανοποιητικές στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, οι γονείς μοχθούσαν για τη συγκέντρωση της προίκας της κόρης τους, θυσίαζαν την προσωπικότητα και τη ίδια της την
ύπαρξη, παραμελώντας ακόμα και την υγεία της μόνο και μόνο για να
παντρευτεί.

Ο γάμος αποτελούσε εμπορική συμφωνία και το προς πώληση προϊόν ήταν οι κόρες. Ανάλογα με τις επιθυμίες καθοριζόταν το ποσό της προίκας και η οικογένεια δεινοπαθούσε για να ικανοποιήσει την ακόρεστη επιθυμία του γαμπρού  για πλούτο, αφού πολλές φορές τους εκβίαζε για να εισπράξει τελικώς το ποσό που ήθελε. Με το γάμο η γυναίκα έπαυε να συζεί με την πατρική της οικογένεια, οπότε δεν αποτελούσε ένα οικονομικό βάρος για αυτούς. Το γεγονός ότι η απουσία της μείωνε τις ανάγκες και τα έξοδα της οικογένειας ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για να επιδιώκουν την αύξηση της προίκας και κατ’ επέκταση τη γρηγορότερη αποκατάσταση της.
Η προίκα είχε συμβολικό χαρακτήρα, καθώς με αυτή η γυναίκα έδειχνε τις ικανότητες της, αλλά και την αξία της ως νοικοκυρά. Όσο μεγαλύτερη ήταν η προίκα, που είχε στην κατοχή της, τόσο πιο περιζήτητη νύφη γινόταν. Επίσης ήταν το επίκεντρο του θαυμασμού, ιδιαίτερα στις μικρές επαρχιακές κοινωνίες, καθώς λίγες κοπέλες διέθεταν το προνόμιο της πλούσιας προίκας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιοχή των Κυκλάδων, όπου προίκα δεν έδινε μόνο η νύφη, αλλά και ο γαμπρός. Μάλιστα, το σπίτι της γυναίκας το έπαιρνε ως προίκα η πρώτη κόρη, η οποία είχε την υποχρέωση να δώσει το όνομα της μητέρας της στο κορίτσι που θα γεννούσε στην κυριότητα του οποίου θα περνούσε η προίκα της μητέρας της. Αντιθέτως το σπίτι του άντρα περνούσε στην κυριότητα του γιου του, ο οποίος έπρεπε να πάρει το όνομα του παππού από την πλευρά του πατέρα.

Η ΠΡΟΙΚΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

Στη σύγχρονη εποχή ο θεσμός της προίκας, για τις περισσότερες χώρες, αποτελεί μια παρωχημένη αντίληψη η οποία απλώς υπενθυμίζει τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων μια άλλης εποχής. Στο Δυτικό κόσμο, οι κοινωνίες είναι απαλλαγμένες από τον καταπιεστικό θεσμό της προίκας και οι γάμοι τελούνται με πρωτοβουλία των ίδιων των ανθρώπων, χωρίς την παρέμβαση των γονέων τους.
Το γεγονός αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση της γυναίκας.
Πλέον η γυναίκα έχει εξισωθεί κοινωνικά με τον άνδρα, αντιμετωπίζεται ως ίση και έχει ακριβώς τα ίδια δικαιώματα. Είναι ενεργό μέλος της κοινωνίας και ενεργεί ως ένα αυτόνομο, με δική του βούληση άτομο, το οποίο δεν είναι υπόλογο σε κανέναν. Η ίδια με τις αποφάσεις της και τις πράξεις της
διαμορφώνει τη ζωή της χωρίς να επεμβαίνουν σε αυτή παράγοντες, όπως οι γονείς της ή οι κοινωνικές αντιλήψεις, οι οποίες, πλέον, θέλουν επιτακτική την ανάγκη συμμετοχής της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία.
Παράλληλα, η οικονομική κατάσταση των ανθρώπων έχει βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια. Το κάθε άτομο με την ένταξη του στην κοινωνία, σταδιακά απογαλακτίζεται και μεριμνά μόνο του για την επιβίωση του. Έτσι, από σχετικά νεαρή ηλικία αποκτά εργασία, με αποτέλεσμα να είναι οικονομικά ανεξάρτητο. Το γεγονός αυτό συμβάλλει στην κατάργηση της προίκας, αφού σκοπός της ήταν να ενισχύσει οικονομικά τη νέα οικογένεια που θα δημιουργούνταν. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, και ο άνδρας και η γυναίκα, συνήθως έχουν αποκατασταθεί επαγγελματικά και δεν χρειάζονται τη συνεισφορά άλλων σε αυτό το νέο ξεκίνημα της ζωής τους.
Ως θεσμός η προίκα είναι καταδικασμένη να εκλείψει και για το λόγο ότι και ο άνδρας έχει πάψει να αντιμετωπίζει με τόσο φόβο και τόση δυσπιστία, όσο άλλοτε, τον γάμο και επειδή, επίσης παρέρχεται ο τύπος της άεργης γυναίκας που δικαίωνε τη διατήρηση του αναχρονιστικού αυτού θεσμού. Στις ανατολικές χώρες, παρ’ όλα αυτά ο γάμος είναι σύμφυτος με την προίκα. Παρ’ όλο που ο θεσμός έχει, θεωρητικά καταργηθεί, σε ορισμένες χώρες, υφίσταται ως έθιμο και προκαλεί αναταράξεις και προβλήματα. Η επιβίωση της προίκας είναι συνυφασμένη με τη θέση που κατέχει η γυναίκα στην κοινωνία των ανατολικών χωρών. Στις μουσουλμανικές κοινωνίες η θρησκεία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον τρόπο διαμόρφωσης της ζωής της γυναίκας, καθώς η θέση της καθορίζεται από το Κοράνι. Ο άνδρας βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τη γυναίκα, διότι είναι υποχρεωμένη να τον υπακούει απόλυτα. Επίσης, οι δεσμοί της με τη δημόσια κοινωνική ζωή είναι χαλαροί ή ακόμα και ανύπαρκτοι, γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις είναι εντελώς αποκομμένη από αυτή. Η έλλειψη στοιχειώδους μόρφωσης και ο θρησκευτικός φανατισμός ενδυναμώνουν τον πεπερασμένο θεσμό της προίκας, ο οποίος
θεωρείται απαραίτητος για τη συναίνεση ενός άνδρα σε γάμο και
η απουσία του είναι κατακριτέα από την κοινωνία.
Βέβαια το χαμηλό βιοποριστικό επίπεδο και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης ωθούν τους ανθρώπους στη διάπραξη ανήθικων πράξεων, όπως στον εκβιασμό ή ακόμα και στο βασανισμό των γυναικών, ώστε να αναγκάσουν τις οικογένειες τους να προσφέρουν μεγαλύτερη προίκα. Πιο συγκεκριμένα, στην Ινδία το έθιμο της προικοδότησης έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, διχάζοντας τη χώρα. Το 1961 η προίκα απαγορεύτηκε δια νόμου με στόχο να μειωθούν οι ταπεινώσεις, τα βασανιστήρια, αλλά ακόμα και οι θάνατοι των γυναικών, των οποίων οι οικογένειες αδυνατούσαν να δώσουν στο γαμπρό προίκα.  Παρ’ όλα αυτά μέχρι πριν μια δεκαετία θεωρούνταν θανάσιμο αμάρτημα το να είσαι γυναίκα και να μην μπορείς να προσφέρεις ικανοποιητική προίκα. Μια συνήθης μέθοδος θανάτωσης των γυναικών ήταν από τους ίδιους τους γαμπρούς, οι οποίοι όταν διαπίστωναν όταν δεν τους έδινε η οικογένεια της νύφης προίκα ανάλογου ύψους, περιέλουζαν τη νύφη με πετρέλαιο και κατόπιν της έβαζαν φωτιά, ενώ οι πεθερές δήλωναν στη συνέχεια στην αστυνομία ότι η νύφη κάηκε καθώς μαγείρευε στην κουζίνα.




 Η ΠΡΟΙΚΑ(ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ)-ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ ΠΟΥ ΚΑΚΟΠΑΘΗΣΕ


Ο Λασκαράτος στο έργο του «Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς» παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο ανατρέφονταν τα κορίτσια στην εποχή του. Μελετώντας το κείμενο αντιλαμβανόμαστε πως η προίκα ήταν αυτή που καθόριζε την ποιότητα του γάμου και αποτελούσε το μόνο δέλεαρ για τους μελλοντικούς γαμπρούς. Για το σκοπό αυτό οι γονείς των κοριτσιών αγωνίζονταν με όλες τους τις δυνάμεις προκειμένου να μπορέσουν να συγκεντρώσουν μια αξιοπρεπή προίκα ώστε να καταφέρουν  να αποκαταστήσουν τις θυγατέρες τους  «Το προικιό είναι αιτία θυσίας. Ένα προικιό [….] κύριο σκοπό του γάμου». Τόσο μεγάλος ήταν αυτός ο αγώνας που σε μερικές περιπτώσεις έφτανε τα όρια της απανθρωπιάς. Κάθε είδους δαπάνη, από την πιο μικρή έως την πιο μεγάλη αποφευγόταν, με αποτέλεσμα τα κορίτσια να στερούνται κάθε έξοδο, κάθε είδους ψυχαγωγία, να μην ντύνονται με ευπρεπή ρούχα και ακόμη περισσότερο να μην εξετάζονται από γιατρό στην αρχή της εκδήλωσης των ασθενειών τους «Έτσι, ο γονής αρνείται κάθε έξοδο[….] της αρρώστια της!...». Αυτό δημιουργούσε ψυχικά προβλήματα στα κορίτσια τα οποία στερούνταν όλες τις απολαύσεις τις νεανικής ζωής για να παντρευτούν τελικά έναν άγνωστο που μπορεί και  να μην τον αγαπούσαν καθόλου. Γενικεύοντας, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως στην κοινωνία του Λασκαράτου η προίκα παρουσιάζεται ως υπέρτατη προϋπόθεση για την αποκατάσταση των κοριτσιών και αποτελεί βάσανο και μαρτύριο για τους γονείς οι οποίοι πρέπει να μεριμνήσουν για την εξασφάλισή της.
Ο ίδιος ο συγγραφέας ωστόσο διαφωνεί με τον τρόπο ανατροφής των κοριτσιών αυτό που έχει επικρατήσει και αντιπροτείνει μια δικιά του αγωγή που θα αποσκοπεί στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας τους. Αυτή η αγωγή θα τους επιτρέψει όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή να επιλέξουν τον άντρα που θα τις κάνει ευτυχισμένες και όχι αυτόν που θα περιοριστεί  στην προίκα που οι γονείς τους διαθέτουν γι’ αυτές «Εμείς εξεναντίας θυσιάζουμε την ανατροφή ,[…]εις όποιονε θέλει ναν τα πάρει και τα δύο!...». 


Στο δημοτικό τραγούδι της νύφης που κακοπάθησε από την άλλη, η πρωταγωνίστρια προέρχεται από μια ευκατάστατη οικογένεια η οποία προορίζει γι’ αυτή πολύ μεγάλη προίκα και δεν προσπαθεί να την «ξεφορτωθεί» όπως συμβαίνει στην κοινωνία του Λασκαράτου «Μήνες τση τάζουν τα προικιά[… ]χρυσό μήλο να παίζει.». Όλα τα μέλη της οικογένειας συνεισφέρουν στην προίκα της κάτι το οποίο δε συνέβαινε στα Μυστήρια της Κεφαλονιάς όπου η υποχρέωση αυτή βάραινε αποκλειστικά τους γονείς. Επιπλέον παρατηρούμε πως στο πλαίσιο των προγαμιαίων προετοιμασιών συμπεριλαμβάνονται και τα πλούσια δώρα του γαμπρού, ο οποίος δεν παίρνει μόνο από την νύφη αλλά και προσφέρει σε αυτή «και χρόνους τα’ αντιπροίκια». Παρ’ όλα αυτά βλέπουμε πως η μεγάλη προίκα δεν εξασφαλίζει την ευτυχία καθώς στο τραγούδι διαβάζουμε πως τόσο ο γαμπρός όσο και η κόρη σπατάλησαν τα χρήματά τους με αποτέλεσμα να περιέλθουν σε έναν οικονομικό και κοινωνικό ξεπεσμό «Μα’ ρτανε οι χρόνοι[ …]κι η κόρη το προικιό της». Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι στο δημοτικό τραγούδι φαίνεται πως  η προίκα των κοριτσιών των οικονομικά ευκατάστατων οικογενειών δεν απαιτούσε ιδιαίτερες θυσίες και περιορισμούς και αποτελούσε ένα συμπληρωματικό μέσο για την ευτυχία τους, η οποία όμως παρ’ όλα αυτά μπορούσε να μεταβληθεί από τη μία στιγμή στην άλλη (ευμετάβολο της τύχης). 

Γενικεύοντας τη σύγκριση των δύο κειμένων παρατηρούμε πως και στα δύο η προίκα είναι ζωτικής σημασίας για την αξιοπρεπή αποκατάσταση των κοριτσιών και βασικό δέλεαρ για τους μελλοντικούς γαμπρούς. Εντούτοις στο Λασκαράτο βλέπουμε πως αυτή αποτελεί βάρος και άθλο για τους γονείς οι οποίοι προσπαθούν να ξεφορτωθούν κατά κάποιον τρόπο την κόρη τους χωρίς να νοιάζονται για την ποιότητα και το ποιόν του γαμπρού ενώ στο δημοτικό τραγούδι η προίκα αποτελεί  συμπληρωματικό μέσο για την ευτυχία της Ελένης την οποία οι γονείς της  δεν πασχίζουν να αποχωριστούν παντρεύοντας τη με τον πρώτο τυχόντα.





 
Η ΠΡΟΙΚΑ ΣΤΗ ΦΟΝΙΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ


Η νουβέλα αυτή του Παπαδιαμάντη είναι γραμμένη στο πνεύμα του ρεαλισμού με έκδηλα όμως στοιχεία νατουραλισμού. Η επιλογή ως ηρωίδας μιας γυναίκας που προχωρά σε αλλεπάλληλες δολοφονίες κοριτσιών με την πεποίθηση πως επιτελεί θεάρεστο έργο, εντάσσει το κείμενο αυτό στα νατουραλιστικά έργα, όπου κυρίαρχα στοιχεία είναι: η επιλογή ιδιαίτερα προκλητικών θεμάτων από το περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Οι ήρωες του νατουραλισμού είναι οι απόκληροι και τα θύματα της κοινωνίας, οι καταπιεσμένοι και οι αδικημένοι, άτομα του υπόκοσμου, ψυχικά και σωματικά άρρωστοι κτλ. Οι εξωτερικές δυνάμεις, φυσικές και κοινωνικές περιορίζουν την ελευθερία τους. Οι εσωτερικές πάλι παρορμήσεις, όπως είναι  το γενετήσιο ένστικτο, η πείνα, η σκληρότητα και η μοχθηρία, αφαιρούν από τον άνθρωπο την ιδιότητα του λογικού και ηθικού όντος και τον υποβιβάζουν στο επίπεδο των κατώτερων ζώων. Παρουσιάζουν ακόμη οι νατουραλιστές τη συμπεριφορά του ανθρώπου ως αποτέλεσμα διαθέσεων της στιγμής ή κληρονομικών παρορμήσεων.»
Στα πλαίσια της Φόνισσας η προίκα έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για την ίδια την ηρωίδα, όσο και για τα γενικότερα κοινωνικά μηνύματα της νουβέλας. Η ηρωίδα θα λάβει από τους γονείς της μια ασήμαντη προίκα, σε αντίθεση με τα αδέρφια της που θα πάρουν τα καλύτερα χτήματα και νεόχτιστα σπίτια «Ως προίκα του έδωκε μίαν οικίαν έρημον, ετοιμόρροπον, εις το παλαιόν Κάστρον[…] Του έδωκε κ’ ένα ονόματι Μποστάνι, το οποίον ευρίσκετο ακριβώς έξω του ερήμου Κάστρου[…] Ομοίως κι ένα πινάκι χωράφι, εν αγριοχώραφον, το οποίο αμφεσβήτει ο γείτονας ως ιδικόν του[…] Δια τον εαυτόν του, την συμβία του και τον υιόν του, είχε κρατήσει τας δύο νεοδμήτους οικίας[…] και όσα μετρητά είχεν.» . Το γεγονός αυτό θα πικράνει βαθύτατα τη Φραγκογιαννού, αφενός γιατί καθιστούσε σαφή την προτίμηση των γονιών της για τα αγόρια της οικογένειας και αφετέρου γιατί σήμανε έναν υποδεέστερο γαμπρό για την ίδια. Θα πρέπει, άλλωστε, να έχουμε υπόψη μας πως για να διεκδικήσει μια γυναίκα έναν «καλό» γαμπρό, όφειλε να προσφέρει και μια αντίστοιχα πλούσια προίκα. Όσο μικρότερη ήταν η προίκα της νύφης, τόσο φτωχότερος και ο σύζυγος που της αναλογούσε.
Η σημασία της προίκας, σε προσωπικό επίπεδο για την ηρωίδα, η οποία θα επανέλθει στο κλείσιμο της ιστορίας έχει διφορούμενο περιεχόμενο. Τα τελευταία λόγια της φόνισσας «Ω! να το προικιό μου!» και η τελευταία εικόνα που αντίκρισε αφορούσαν το προικιό της, τον αγρό δηλαδή που της είχαν δώσει οι γονείς της, όταν την πάντρεψαν. Στο σημείο αυτό υπάρχει μια εξαιρετικά πικρή  ειρωνεία, υπό την έννοια πως «το προικιό» της φόνισσας, αυτό το ελάχιστο από την πατρική περιουσία που της αναλογούσε, ήταν αυτό που την οδήγησε σ’ ένα φτωχό γάμο και την καθήλωσε σε μια ζωή δυστυχίας και βασανισμού, φτάνοντάς τη στα τελευταία της χρόνια μέχρι τον παραλογισμό. Είναι πολύ πιθανό πως η ζωή της Χαδούλας θα μπορούσε να ήταν πολύ διαφορετική αν οι γονείς της προόριζαν γι’ αυτή ένα μεγαλύτερο μερίδιο από την περιουσία τους. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν  να επιλέξουν ένα καλύτερο γαμπρό για την κόρη τους και να μην περιοριστούν σε έναν μόνον και μόνον επειδή αυτός δεν ζητούσε μεγαλύτερη προίκα από αυτή που διέθεταν να δώσουν. Ας μην παραβλέπουμε, άλλωστε, πως η φονική δραστηριότητα της Χαδούλας αποτέλεσε ένα ξέσπασμα μετά από μια ζωή μέσα στην οικονομική εξαθλίωση, τη μιζέρια και τους συνεχείς κόπους.
Εξετάζοντας  όμως και από μια άλλη οπτική τις τελευταίες τις λέξεις συμπεραίνουμε πως αυτές δεν παραπέμπουν μόνο στην τυπική αλλά και στην ουσιαστική προικοδοσία της Φραγκογιαννούς, δηλαδή στην εγκληματική φύση της μάγισσας μάνας και την αμαρτία που τελικά καρποφόρησε και γέννησε τη δική της αμαρτία. Παρατηρώντας τη ζωή της συνειδητοποιούμε πως η θεωρούμενη από το χωριό  μάγισσα μητέρα της δεν ενδιαφερόταν ουδόλως για την κόρη της και την παραμελούσε συνεχώς. Έτσι το γεγονός αυτό γέμιζε πικρία την Χαδούλα η οποία πίστευε πως η μοναδικότητά της δεν γινόταν αποδεκτή από τον οικογενειακό της περίγυρο με αποτέλεσμα να αισθάνεται ιδιαίτερα αποξενωμένη. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως είχε σχεδόν την ίδια μοίρα με τη μάνα της η οποία   κυνηγήθηκε από τις αρχές του τόπου πράγμα το οποίο συνέβη και  στη Φραγκογιαννού όταν τελικά έγινε αντιληπτό πως αυτή ήταν η φόνισσα των τεσσάρων μικρών κοριτσιών. Έτσι τις τελευταίες της ώρες αντιλαμβάνεται την τραγική της κατάληξη καθώς παραλληλίζοντας αυθόρμητα τον εαυτό της με τη μάνα της αντιλαμβάνεται τις ομοιότητες στο χαρακτήρα τους.





 Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

Μέσα από το κείμενο του ο Θεοτόκης περιγράφει παραστατικά τους
διάφορους χαρακτήρες της ιστορίας και ακολουθώντας την τεχνοτροπία του ρεαλισμού προβάλλει την κοινωνική αδικία και τη διαφθορά και μας παραθέτει τις αντιλήψεις των ανθρώπων της Κερκυραϊκής κοινωνίας.  Η κυριότερη αντίληψη, η οποία, μάλιστα, είναι πηγή και όλων των άλλων, είναι η αποδοχή της κυριαρχίας του χρήματος στις ζωές των ανθρώπων, της τεράστιας ικανότητάς του να κατευθύνει τις συνήθειες και τις δοξασίες τους  και ακόμα, της ανάγκης της ύπαρξής του, για την ομαλή διευθέτηση ζητημάτων και τη ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων. Χαρακτηριστικά, στο κείμενο φαίνεται η άσκηση του λαθρεμπορίου για την απόκτηση χρήματος και το ρουσφετολόι, δηλαδή η πάταξη των νόμων του κράτους για προσωπικά οφέλη και τον πλουτισμό. Η αντίληψη αυτή είναι η
κυρίαρχη, τόσο στο κείμενο, όσο και στην κοινωνία.
Έτσι, αυτή η θεοποίηση του χρήματος και της απόκτησής του γεννά και το θεσμό της προίκας. Στο θεσμό αυτό αντιστέκεται η Ρήνη, η οποία πράττει με κριτήριο την αγάπη, αλλά τελικά η χρηματική ανάγκη τη χτυπά θανάσιμα, επαληθεύοντας την κυριαρχία  της. Μπορεί η ίδια να μην ενδιαφέρεται για τα υλικά αγαθά ή για τα τάλαρα παρά μόνο για τη φλόγα που καίει μέσα της για τον Ανδρέα, ωστόσο όμως είναι ξεκάθαρο πως αυτός, για να την παντρευτεί, απαιτεί από αυτήν προίκα προκειμένου να μπορέσει να σώσει το αρχοντικό του εξαιτίας των ανεξόφλητων οφειλών του. Τον βλέπουμε λοιπόν, να παζαρεύει με τη σιόρα Επιστήμη προκειμένου να εξασφαλίσει λίγα περισσότερα τάλαρα από αυτά που αυτή προσφέρει χωρίς όμως αποτέλεσμα. Έτσι τα δύο πρόσωπα αυτά έρχονται σε ρήξη καθώς διακατέχονται από την αντίληψη της απόκτησης του χρήματος ενώ η Ειρήνη παραμένει ουδέτερη και πιστή στον πόθο της για τον Αντρέα. Όταν τελικά αυτός καταφέρνει να εξασφαλίσει τα χίλια τάλαρα που ζητεί σαν προίκα από τη μητέρα της αυτή τον απαρνείται καθώς νιώθει απογοητευμένη και προδομένη [«Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας. «κει δεν την έχω;» «Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! Για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ’ έπαιρνες[...]ποιόνε έχω ανάγκη;»].
Παρατηρούμε λοιπόν πως σε αντίθεση με τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη στην Τιμή και το Χρήμα του Θεοτόκη ο Θεσμός της προίκας παρ’ότι αποτελεί σημαντικότατο παράγοντα για την εξέλιξη της ιστορίας υφίσταται ένα είδος εκφυλισμού. Έτσι, η Ειρήνη αποδεσμεύεται από τη βασανιστική προκατάληψη της προίκας και ενδιαφέρεται μόνο για την αληθινή αγάπη η οποία όμως τελικά την προδίδει.


ΕΡΓΑΣΙΕΣ


1)Γράψτε ένα φανταστικό διάλογο  ανάμεσα στο συγγραφέα και σε έναν πατέρα της εποχής του, που ετοιμάζει το γάμο για την κόρη του υπακούοντας στο κοινωνικό κατεστημένο. Φαντασθείτε τα επιχειρήματα και τις θέσεις τους.

Συγγραφέας: Γεια σας κύριε Κώστα, καιρό έχω να σας δω. Πώς είστε;
Πατέρας: Πώς να είμαι ρε φίλε, ας τα λέμε καλά.
Συγγραφέας: Μα γιατί, αφού μια χαρά φαίνεστε.
Πατέρας: Ναι όλα καλά, απλά είμαι λίγο φορτωμένος γιατί έχω ετοιμασίες με το γάμο της κόρης μου!
Συγγραφέας: Ω σοβαρά; Και θα δώσετε προίκα στο γαμπρό;
Πατέρας: Μα φυσικά! Αλλιώς δε θα τον έβρισκα. Και ξέρεις, δεν υπάρχει μεγαλύτερη στενοχώρια για ένα γονιό από το να μείνει η κόρη του στο ράφι!
Συγγραφέας: Σωστό είναι αυτό που λέτε, αλλά προτιμάτε να την παντρέψετε με κάποιον μόνο και μόνο επειδή είναι σύμφωνος με την προίκα που διαθέτετε; Κι αν δεν τον αγαπάει;
Πατέρας: Και τι μ’ αυτό. Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε αυτόν που θα την αγαπήσει! Εφόσον βρέθηκε άνδρας που θέλει να την πάρει γιατί να τον αφήσω να πάει χαμένος;
Συγγραφέας: Ναι αλλά με αυτόν τον τρόπο καταδικάζετε την κόρη σας και την αναγκάζεται να περάσει τη ζωή της με έναν άγνωστο! Και στο κάτω κάτω της γραφής γιατί να του δώσετε και προίκα; Άμα θέλει να την πάρει όπως είναι!
Πατέρας: Γιατί είναι έθιμο! Έτσι μεγάλωσα κι εγώ και έτσι θα μεγαλώσω τα παιδιά μου!
Συγγραφέας: Αυτά όμως είναι προκαταλήψεις. Ο γάμος δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πράξη αγοραπωλησίας αλλά αγάπης. Μπορεί να τα έκαναν αυτά σε εσάς οι γονείς σας αλλά τώρα δε θεωρείτε πως δεν αρμόζει να πράξετε ομοίως και εσείς με την κόρη σας;
Πατέρας: Λες και μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Τα κορίτσια είναι για παντρειά και μόνο. Και αν τελικά δεν παντρευτούν ντροπιάζουν την οικογένειά τους.
Συγγραφέας: Θεωρώ πως υπερβάλετε. Μήπως άραγε θα έπρεπε να αναλογιστείτε ότι ίσως ντροπή δεν είναι να μένουν οι κοπέλες ανύπαντρες, αλλά να τις παντρεύουν χωρίς τη θέλησή τους με αποκλειστικό κριτήριο την προίκα;
Πατέρας: Δεν ξέρω τι είναι αυτά που λες! Αυτά συνέβαιναν πάντα και παντού. Ποιος είμαι εγώ λοιπόν τώρα, που θα τα αλλάξω;

                                                                                    Μήτσουρας Ηλίας


2)Υποθέστε ότι είστε μια κοπέλα που ζει την εποχή που αναφέρεται το κείμενο και καταγράφει στο ημερολόγιό της τις σκέψεις και τα συναισθήματά της.

Αγαπητή μου Θάλεια,

Ξέρεις πως ποτέ δεν σου έχω κρύψει τίποτα απ’ την προσωπική μου ζωή, ούτε σου έχω πει ψέματα. Μην με παρεξηγήσεις αλλά από φόβο μήπως και σε βρει ο πατέρας μου ή η μητέρα μου και μάθουν όσα λέμε, δεν σου έχω διηγηθεί ή τουλάχιστον αναφέρει ποτέ κάτι.
Αυτό το κάτι ήρθε λοιπόν η ώρα να στο αποκαλύψω, γιατί είμαι έτοιμη να επαναστατήσω εναντίον των γονιών μου και να κάνω αυτό που λέει η καρδιά μου.
Εδώ και  έξι μήνες περίπου, έχω ερωτευτεί τον Παναγή, τον γιο του οπωροπώλη , αλλά δεν έχω τολμήσει να το πω στους γονείς μου, διότι όπως λένε κάποιοι πλούσιοι φίλοι του πατέρα μου είναι κατώτερης τάξης. Τον Παναγή μου, τον είδα για πρώτη φορά στο πανηγύρι του Αϊ-Γιώργη και εκεί σκίρτησε ο έρωτας μέσα μου. Όταν τον είδα να χορεύει καμαρωτά και όπως ήταν και ψιλός, με καστανά μαλλιά και πράσινα μάτια είπα μέσα μου πως μ’ αυτόν τον άνθρωπο θέλω να περάσω όλη μου τη ζωή. Όταν δε ήρθε προς το μέρος μου και ευγενικά και με πολλή θέρμη μου ζήτησε να χορέψουμε, τότε οι αρχικές μου σκέψεις επιβεβαιώθηκαν.
Καθώς χορεύαμε, κατάλαβα από τα μάτια του πως κι αυτός από μέσα του κάτι αισθάνεται για μένα αλλά δεν τολμούσε να το πει γιατί ήταν ένας απλός άνθρωπος, ενώ εγώ μια πλούσια δεσποινίδα. Εκείνος ο χορός χαράχτηκε στη μνήμη μου. Από εκείνο το βράδυ τον έχω δει τέσσερις πέντε φορές, άλλες τυχαία και άλλες όταν περνούσα έξω από το μαγαζί του. Τον τελευταίο καιρό δεν τον βλέπω συχνά γιατί έχει μετακομίσει στο χωριό του και βοηθάει στα χωράφια τα αδέρφια του. Έτσι μου είχε πει ο ίδιος μια φορά που κοντοσταθήκαμε κι οι δυο έξω απ’ την εκκλησία της Παναγίας.
Λίγο αργότερα και καθώς μιλούσαμε , την στιγμή που ήταν έτοιμος να μου πει κάτι σοβαρό όπως πρόλαβε να ξεστομίσει μας διέκοψε ο αδερφός μου, ο Μάνος και με’ πιασε από το χέρι με δύναμη και με πήγε σπίτι. Δεν προλάβαμε να πούμε  καν αντίο αλλά απ’ την συμπεριφορά του και τα λόγια του είχα καταλάβει ότι ήθελε να μου πει να είμαστε μαζί.
Από τότε δεν τον έχω ξαναδεί  και έχω μαραζώσει σα τριαντάφυλλο έξω από το νερό μην ξέροντας τι να κάνω. Αλλά είναι και το άλλο, ο πατέρας μου, μου ανακοίνωσε ότι την Κυριακή το μεσημέρι θα έρθει ο δήμαρχος με το γιο του για φαγητό και μου είπε να συμπεριφερθώ όπως πρέπει σε μια δεσποινίδα της κοινωνικής μας τάξεις. Εγώ όμως νομίζω ότι αυτό το τραπέζι θα γίνει για άλλο σκοπό δηλαδή για να με προξενέψει στο γιο του δημάρχου και να συζητήσουν τα σχετικά με την προίκα μου.            Γι’ αυτό κι όπως σου είπα στην αρχή θέλω να κάνω κι εγώ την επανάστασή μου γιατί τον Παναγή τον και θα τον παντρευτώ ακόμη και νεκρή.
Ξέρεις όμως ότι θα είναι δύσκολο να καταφέρω αυτό που σκέφτομαι. Άκου τι θα κάνω: αν δω ότι η συζήτηση στρέφεται στο προξενιό, θα προσποιηθώ την άρρωστη και θα βρω την ευκαιρία ώστε να αναβληθεί η συζήτηση. Εν τω μεταξύ θα στείλω κρυφά γράμμα στον Παναγή να ξεκαθαρίσω τι σκέφτεται για μένα. Θα δεις θα τα καταφέρω γιατί ο έρωτας όλα τα νικάει και είμαι διατεθειμένη να κάνω τα πάντα για τον αυγερινό μου, τον Παναγή μου.
Συγχώρεσέ με που δεν στο είπα όταν τον πρωτογνώρισα και μην με παρεξηγήσεις αλλά το έκανα από φόβο.

                                                                Δική σου για πάντα,
                                                                 Η Αλεξάνδρα σου

                                                                                     
 Λάζαρης Λουκάς



                                                                                     



3)Υποθέστε ότι είστε ένας υποψήφιος γαμπρός εκείνης της εποχής που έχει σπουδάσει στο εξωτερικό. Γράψτε μία επιστολή στον πατέρα υποψήφιας νύφης και στην οποία θα εκθέτετε τις απόψεις σας.

                                                                                               
                                                                                                                                                              Αθήνα,  2/10/1893

Αγαπητέ κύριε Παναγιώτη,

Σας στέλνω αυτή την επιστολή για να σας ζητήσω και επισήμως την χείρα της κόρης σας. Έχω πάρει την απόφασή μου και θεωρώ πως θα ήθελα να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί της.
Την κόρη σας την αγαπάω και σας υπόσχομαι πως και αυτή θα είναι ευτυχισμένη μαζί μου. Τίποτα δεν θα της λείψει και θα τις παρέχω όλες τις ανέσεις. Όσον αφορά το θέμα της προίκας δεν ζητάω τίποτα. Όσο παράξενο κι αν σας φαίνεται αυτό, είναι αλήθεια. Στο εξωτερικό που τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Το μέλλον των κοριτσιών δεν το καθορίζει η προίκα αλλά η αγάπη. Οι γονείς δεν προσπαθούν να ξεφορτωθούν τις κόρες τους παντρεύοντάς τες με τον πρώτο τυχόντα μόνον και μόνον επειδή αυτός δεν ζητάει μεγάλη προίκα. Αν τα κορίτσια δεν αγαπούν τον προτεινόμενο γαμπρό έχουν την ελευθερία να εκφράσουν  την άποψή τους ενώ δεν είναι υποχρεωμένα να υποτάσσονται στη θέληση των γονιών τους.
Στην Ελλάδα όμως όπως κι εσείς ο ίδιος γνωρίζετε τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Εγώ όμως δε θέλω να σας επιβαρύνω αναγκάζοντάς σας να μου δώσετε και την κόρη σας και προίκα. Μου αρκεί απλά να δώσετε την ευχή σας και την εγκάρδια συγκατάθεσή σας. Θα  ήθελα να είστε απόλυτα σύμφωνος για τον γάμο της κόρης σας μαζί μου και να μην έχετε αμφιβολίες. Έτσι θα αισθάνομαι και εγώ καλά.
Σας ευχαριστώ για τον πολύτιμο χρόνο σας και αναμένω σύντομα  στην καταφατική  ελπίζω απόφαση σας σχετικά με το προαναφερθέν θέμα.
 
                                                                                                                                        Με εκτίμηση και σεβασμό,
                                                                                                                                                 Κωνσταντίνος.

                                                                                 Τσαουσάι Φλάβιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου