Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ




Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) Κ.ΘΕΟΤΟΚΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
  Σαν καλή νοικοκυρά η σιόρα Επιστήμη η Τρινκούλαινα εσηκώθηκε πρωί πρωί από το κρεβάτι, εφόρεσε μόνο το μεσοφόρι της, έσιαξε λίγο τα μαλλιά της, άνοιξε την πόρτα της κ' εβγήκε μία στιγμή στο λιθόστρωτο καντούνι της. Οι γειτόνοι εκοιμούνταν ακόμη· εκοίταξε ψηλά το μικρό κομμάτι του ουρανού που ολοένα εφώτιζε κι όπου έλαμπαν ακόμα δύο ή τρία αστέρια, εκοίταξε κιόλας στην άκρη του στενού του δρόμου τη θάλασσα, που απλωνότουν ως τα απέναντι βουνά της Στεριάς σταχτιά κ' ήσυχη, κ' εξαναμπήκε πάλι στο σπίτι της για να ανάψει φωτιά στο μικρό μαγειριό της. Είταν γυναίκα μισόκοπη, έως σαράντα πέντε χρονώ, λιγνή και ψηλή, με ζαρωμένο πρόσωπο, με πολλά μαλλιά άσπρα· αλλά τα μάτια της είταν ζωερά κι ακόμα νέα.
«Θα κάμει ζέστα σήμερα» εσυλλογίστηκε ανοίγοντας το μικρό παράθυρο του μαγειριού. Και βλέποντας πως το φως δεν είταν ακόμη αρκετό, άναψε μ' ένα σπίρτο το κατάμαυρο λυχνάρι που εκρεμότουν από ένα καρφί στον κοκκινωπό και καπνισμένον τοίχο πάνωθε από την ογνήστρα, έπειτα εκοίταξε τριγύρου, γυρεύοντας με το βλέμμα την κούκουμα του καφέ, έσκυψε κ' επήρε κάρβουνα και τ' άναψε επιδέξια σε λίγες στιγμές στο σιδερένιο φουρνέλο, φυσώντας τα με το στόμα πρώτα και στερνά με το βέντουλο. Και εσυλλογιζότουν:
«Έξη στήματα σφυρίδες από τέσσερα φράνκα το στήμα κάνουνε... έξη, κ' έξη, δώδεκα· και δώδεκα, εικοστέσσερα φράνκα· ως το σάββατο μεθαύριο, θα γένουνε άλλα τρία, τρεις ντουζίνες όλα όλα, τριάντα έξη φράνκα· θα πάνε κι αυτά μαζί με τ' άλλα στον κομό, και σα γενούν εκατό του τα δίνω και τα παίρνει στην τράπεζα. Μην τα ιδεί όμως πρώτα ο μεθύστακάς μου, γιατί τα παίρνει και τα κάνει στάχτη ευτύς στην ταβέρνα! Ωχ, τόνε γνοιάζει εκείνονε για τα παιδιά μας, για τσι κοπέλες μας! τα μαυρισμένα μεγαλώνουνε ωστόσο. Να η Ρήνη μου, εγίνηκε, πάει, γυναίκα· αν επρόσμενα από 'φτόνε, αλλίμονό της! Ό,τι εκάμανε τούτα τα μπράτσα, αλλιώς ουδέ ποκάμισο ν' αλλάξουμε δε θα 'χαμε.» Κι αναστέναξε κουνώντας το κεφάλι.
Όλο παίζοντας με το βέντουλο εφώναξε στην κρεβατοκάμαρη: «Ε Ρήνη, τι έπαθες σήμερα! Ασηκώσου, μωρή κοπέλα! Με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα. Δεν ακούς, ε! Ή κάνεις που δεν ακούς; Ξύπνα, λέω, ξύπνα.» «Ακόμα δεν εχάραξε, μητέρα» αποκρίθηκε από μέσα χασμουριώντας η Ρήνη που ήθελε να πάρει ακόμα ένα γλυκό σουρούπι. «Είναι μεσημέρι» της εφώναξε άσπλαχνα η μάνα της· σήκω! Πρέπει να το πάρεις μάθημα να σηκώνεσαι πρωί· θα πας σε αντρός χέρια, και ανάθεμα δε θέλω να 'χω από τους γαμπρούς μου.»
Ολομεμιάς στο καντούνι ακούστηκε βιαστικό ποδοβολητό. «Τι να 'ναι» έκαμε η νοικοκυρά προσέχοντας. Κι αφήνοντας το βέντουλο εξαναβγήκε στην πόρτα.
Από το γιαλό ανέβαιναν βιαστικά στο καντούνι τρεις άνθρωποι. Ο ένας τους είταν φορτωμένος μ' ένα βαρύ τσουβάλι που τον έσκυφτε· οι άλλοι δύο τον εβοηθούσαν με τα χέρια για να μπορεί να τρέχει. Κι αμέσως η νοικοκυρά εκατάλαβε τι εσυνέβαινε. «Είναι λαθρέμποροι» είπε με το νου της· «θα τους έλαχε κάποιος μπελάς στο δρόμο· πώς λεχομανάνε, οι καημένοι, από το φόβο τους κι από τον κόπο.»
Ωστόσο οι άνθρωποι είχαν ζυγώσει το σπίτι της κυράς Επιστήμης και μπρος στην πόρτα της, καθαυτό στο κατώφλι, εξεβοήθησαν με μιας το σακί. «Γλύτωσέ μας» της είπε ο ένας βιαστικά· «κρούψε το». Τον εγνώρισε ποιος ήταν. «Δε μπορώ, Αντρέα μου, να σε χαρώ» του 'πε γλυκά· «η αρχή μάς υποψιάζεται.»
Μα αυτήν την στιγμή ήρθε σιμά της κ' η θυγατέρα της, ακόμα από τον ύπνο, άντυτη κι αυτή και ξέπλεκη, και επρόβαλε το ξανθό της κεφάλι με τα ρόδινα μάγουλα πάνου από τον ώμο της μάνας της, και της είπε με σπλάχνος: «Θα το αρνηθείς του Αντρέα;» Κι ο Αντρέας ωστόσο αποκρενότουν: «Η ώρα βιάζει· μας κυνηγούνε· κάμε ό,τι θέλεις· κατάδωσέ μας, α σου το λέει η καρδιά.» Κι αμέσως με τους συντρόφους του επήρε το φυγί προς τον ανήφορο.
«Εκατάλαβες μπελιάς αμπονώρα, αμπονώρα, που να μην είχα σηκωθεί!» είπε η κυρά Επιστήμη σταυρώνοντας ανάποδα τα χέρια της και κοιτάζοντας λυπητερά το τσουβάλι «θέλεις και δε θέλεις πιε γάιδαρε αγιάσμα. Και να σου λέω, μωρή κοπέλα να σηκώνεσαι πρωί!» «Έλα, μάνα» της είπε χαμογελώντας η Ρήνη, «πιάσ' το να το κυλήσουμε μέσα.» Και χωρίς να ειπούν άλλο λόγο τό 'πιασαν και οι δύο με δύναμη και τό 'συραν με προφύλαξη στο σπίτι.
Η Ρήνη έκλεισε την πόρτα, έβγαλε από το πάτωμα, που σ' ένα μέρος ήταν κινητό, δύο τρεις σανίδες, και σε μία στιγμή το σακί έπεφτε μέσα στο κατώγι και το πάτωμα ξαναρχότουν στη θέση του, σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Μα ο πατέρας τώρα εφώναζε από το κρεβάτι: «Τι κάνετε, μωρές παραδερμένες; θα σας βάλουνε στη φυλακή και μένα μαζί σας, θα πάρεις και τα παιδιά μας στο λαιμό σου.» «Το δικό μου τ' όνομα πάρ' το εσύ γειτόνισσα!» του αποκρίθηκε η κυρά Επιστήμη κάνοντας πως θυμώνει «αφόντις μας εκατέστρεψες, κ' εσπατάλησες ό,τι κι αν είχες στον τζιόγο, στο πιοτό και ο Θεός το ξέρεις πού αλλού, τώρα χλιέσαι τα παιδιά μας, μεθούα! Πώς θα βγει το θεόψωμο;» «Μα δε μας λείπει, μωρή γυναίκα» της αποκρίθηκε καθίζοντας στο κρεβάτι και κοιτάζοντας την πόρτα της κάμαρας όπου τώρα η νοικοκυρά εστεκότουν τρομερή, παρέτοιμη να μαλλώσει περισσότερο. «Το φέρνεις βλέπεις εσύ κάθε μέρα» του αποκρίθηκε βάζοντας το γρόθο της στη ζώση. «Πού είσουνα εψές και επροψές και πού θα πας απόψε; Στην ταβέρνα ε; Κι ακόμα έχεις μούτρο και μιλείς!» «Ό,τι λάχει κι απολάχει» της απάντησε δειλά δειλά, θέλοντας να τελειώσει «η ίδια θα 'χεις το φταίξιμο. Μα ας αφήσουμε τώρα τσι κουβέντες, άμε να μου φτιάξεις τον καφέ να πάμε στη δουλειά μας.» «Δε γνοιάζεσαι παρά για την κοιλιά σου» του απάντησε με ημερότερη φωνή· «γιατί νά 'σαι έτσι, καημένε;» Και εξαναγύρισε στο μαγειριό της όπου τώρα τα αθράκια εξεψύχιζαν, και το νερό δεν είχε ζεστάνει.
Κεφάλαιο Γ'
Ωστόσο ο Αντώνης τού 'χε γιομίσει το ποτήρι και με το χέρι τον εκαλούσε να πιει. «Ως κ' η Ρήνη;» ερώτησε ο Αντρέας. Ο πλιο γέρος από τους συντρόφους τού 'ριξε μία ματιά και εκούνησε πικρά το κεφάλι. «Στην υγειά σας, παιδιά» είπε ο Τρίνκουλος πιάνοντας το ποτήρι· και αφού το κένωσε, αποκρίθηκε: «Α! Η Ρήνη μου δε λέει λόγο. Μα η σιόρα Επιστήμη όλο τη Ρήνη και τη Ρήνη φέρνει μπροστά, γιατί, λέει, αυτή είναι τώρα, λέει, το μεγαλύτερο θεριό! λέει. Είναι σε ώρα γάμου, και θέλει έξοδα και προικιά και βάσανα. Κ' εγώ, λέει, δε φέρνω τίποτα στο σπίτι. Με αδικοβάνει όμως, γιατί το λίγο που κερδίζω αυτή το φυλάει με τ' άλλα μέσα στον κομό. Κι ο κομός δεν έχει παρά ένα κλειδί και τό 'χει η ίδια το κλειδί. Κ' είναι ωστόσο, μωρέ παιδιά, όλο γκρίνια και παράπονα, πως δεν έχει, πως είναι φτωχειά· κι αντίς, εγώ το ξέρω, τση κάθονται τάλαρα... καμπόσα.» Κ' εγέλασε. «Πολλά, αλήθεια;» ερώτησε ο Αντρέας με περιέργεια. «Μα παιδί μου, δεν τα είδα, δεν ξέρω μήτε το χρώμα τους! Θα ξέρεις καλύτερά μου εσύ. Τσι προάλλες που σου δάνεισε τα εκατό τάλαρα έκαμα εγώ το συβόλαιο, γιατί έτσι, λέει, το θέλει ο νόμος· μα ούτε τά 'πιακα, ουδέ τα είδα. Τά 'δωκες πίσω, το ξέρω, μα... Και πώς επήε η δουλειά, Αντρέα;» «Με δική μας Κυβέρνηση, ρωτάς; Όπως ήθελε ο Θεός. Εβγάλαμε και μεις το διάφορό μας. Καλά περίκαλα. Πιε κι άλλο, μπαρμπα-Θανάση.» «Ε, ας το πιούμε, γι' αγάπη σας... και να φύγω!» Και σα να εθυμότουν κάτι που να τό 'χε λησμονήσει, είπε έπειτα από μία στιγμή χαμηλώνοντας τη φωνή: ««Μα είναι τόσο άξια νοικοκυρά! Ευλογία στο σπίτι· τίποτα, δόξα νά 'χει ο Θεός, δε μας λείπει. Με το διάφορο που της έδωκες αποτέλειωσε τα προικιά τση Ρήνης και τση τά 'χει τώρα όλα χαζίρι, ίσιαμε το βελόνι. Τι άλλο να σου κάμει η γυναίκα; Και τσή 'χει και τα τάλαρα που θα πάρει.» «Σαν πόσα» ξαναρώτησε με περιέργεια ο Αντρέας. «Μωρέ είσαι φόρτωμα, μωρέ Αντρέα» του είπε ο πλιο γέρος από τους συντρόφους του· «έτσι, μωρέ, ρωτάνε για τ' αλλουνού το θηλυκό; Τι σε γνοιάζει, μωρέ, ήθελα νά 'ξερα.» «Άφησέ τονε να ρωτάει, μωρέ Σπύρο» είπε ο γέρος· «οι κοπέλες είναι για παντρειά· και είναι καλό πράμα, λέω, ν' ακούεται που η μία έχει κάτι, γιατί δεν έχουνε κι όλες τάλαρα. Σπάνιες μοναχά. Μα έλα που η σιόρα Επιστήμη δε μου λέει σαν πόσα θα τση δώκει. Α, καλονυχτήστε... Όποιος θα πάρει, λέει, τη θυγατέρα μας, πρέπει να διαλέξει άθρωπο, κι όχι να προτιμήσει τα όβολα. Καλή σας νύχτα, παιδιά... Μα λογιάζω τση δίνει τρεις εκατοστές... Καλή νύχτα.»
Λέγοντας τα τελευταία λόγια ο γέρος είχε σηκωθεί τέλος και σα φοβισμένος απ' όλα τα σφάλματα πού 'χε κάμει ήθελε τώρα να φύγει. Και στη γέρικη κουρασμένη μορφή του είταν ζωγραφισμένη η δυσαρέσκεια, γιατί έπρεπε τόσο ενωρίς να τραβηχτεί από την ταβέρνα που την αγαπούσε περσότερο από το σπίτι του.
«Λίγα» είπε ο Αντρέας, ενώ ο γέρος έφευγε. «Τι θα τση δώκει, μωρέ; Τα μάτια τση;» είπε ο Σπύρος σαν πειραγμένος. Τώρα ο Αντρέας εβάλθηκε να τραγουδάει:
Ανάρια ανάρια να βρεθεί, κάπου και κάπου α λάχει,
Κοπέλα με ξανθά μαλλιά και μαύρα μάτια νά 'χει.
Οι δύο συντρόφοι τού 'καναν ο ένας σιγόντο, ο άλλος αμπάσσο· και στες τελευταίες νότες όλη η ταβέρνα τον εσυνόδεψε σε διάφορες φωνές, βαστώντας στα τελευταία για πολλήν ώρα το ίσιο.
Αλλά σαν ετέλειωσε το τραγούδι ο Αντώνης τού 'πε χαμογελώντας: «Δε στά 'λεγα εγώ, που τήνε θέλεις τη Ρήνη! Και μού 'κανες τον Ιντιάνο, ε; Γιατί ρωτούσες για τα προικιά; Μα μην ακούς το μεθύστακα. Η Τρινκούλαινα είναι γιομάτη τάλαρα· όλο το Μαντούκι το ξέρει και με τέχνη, μπορείς να τση βγάλεις, α θέλεις, πολλά πιλιότερα. Εστάθηκε νοικοκυρά τετραπέρατη. Άλλα τόσα ίσως. Και τι κοπέλα μια φορά! Στο μπόργο, λογαριάζω, άλλη δεν είναι.» «Και πάλε είναι λίγα» αποκρίθηκε ο Αντρέας κακοφανισμένος. «Ακούστε μωρέ παιδιά» είπε με σοβαρό ύφος ο Σπύρος, «μη μελετάτε τα ξένα θηλυκά στην ταβέρνα, μωρέ. Τραουδήστε, αστειευτείτε, μιλήστε πολιτικά, κάμετε ό,τι άλλο θέλετε. Μα αυτά τα πράματα στην μπάντα! Μωρέ, καλή παράκαλη είναι η θυατέρα του Τρίνκουλου, μα είναι, μωρέ, για μας; Για σκεφτείτε το! Από τι σόι κατεβαίνει αυτή και πού εμείς; Και χίγια, μωρέ, να τσή 'δινε και πάλε κακά. Πρέπει, α θα παντρευτείς, Αντρέα, να πάρεις από οικοένεια, μωρέ, και να το σηκώσεις απ' όλες τσι μεριές το σπίτι μας. Εγώ τού 'πα, μωρέ Αντώνη, μία κουβέντα, κι α μ' ακούσει εγλύτωσε. Ας μην αφοκράεται τον κόσμο, μωρέ, εγώ του θέλω το καλό του.» «Λες για τη θυγατέρα τση Σάββαινας, μπάρμπα» είπε ο Αντρέας πειραγμένος· «ούτε να...» «Χωριό κι όχι όνομα» απάντησε σοβαρά πάλε ο Σπύρος· «είπαμε στην ταβέρνα, μωρέ, δε γένονται τέτοιες κουβέντες. Τραουδήστε, μιλήστε, κάμετε ό,τι άλλο θέλετε, είπαμε. Και τά 'χει, μωρέ, αυτή τα χίγια που χρειάονται· κ' είναι από σπίτι. Τι μπαίνει, μωρέ, που ο κόσμος τηνε κακολοάει. Ας λέει. Δεν πάει να λέει; Σαν τήνε πάρεις, μωρέ, τα φράζεις όλα τα στόματα. Η ζήγεια τόνε κάνει, μωρέ, να μιλεί τον κόσμο. Πώς λέει ο μύθος; Η ζήγεια νά 'τανε ψώρα....» «Θα την είχεν όλη η χώρα» αποτέλειωσε γελώντας ο Αντώνης κ' εβάλθηκε να τραγουδάει:
Κακά τα χίλια πέρπερα κ' η κακοειδή γυναίκα,
Τα χίλια πέρπερα πετούν κ' η κακοειδή απομένει.
Όλη η ταβέρνα εγέλασε ανοιχτόκαρδα.
«Μα, μπάρμπα» είπε ο Αντρέας απαντώντας· «λογιάζω δε θα γένει τίποτα· και θα ψοφήσω σαν έρθει η ώρα μου, ανύπαντρος κι άκλερος.» «Ακόμα είσαι παιδί, μωρέ· τι ξέρεις τι θα σου πιτύχει» του αποκρίθηκε ο Σπύρος. «Μα ξέρω τι έχω να κάμω» είπε ο Αντρέας. «Τώρα πόβρηκα την αποχή και το καταβόδιο, θα δουλέψω στα γερά, μα τον Άγιο. Κι αν πάμε έτσι μπροστά, σε κά 'να δύο χρόνια ξεχρεώνω και διορθώνω τα πράματά μου. Πού να καρτερώ από προίκες! Μόνο να μην πέσει η κυβέρνηση και μας βγούνε όλα ξυνά!» Κ' εφώναξε: «Ε μωρέ παιδιά, δε θα τονέ ψηφίσετε τον υπουργό;» «Και εδώ να τόνε ψηφίσουμε» είπε ένας μάστορας που έπινε ορθός ένα κρασί, «τίποτα δεν κάνει. Για πες μου, τι θα κάμουνε οι άλλες οι επαρχίες. Εδώ ας τσου πάρει και τσ' οχτώ· η χωριατιά είναι μαζί του· αμή αλλού; Σας το δίνω γραφτό, η Κυβέρνηση είναι πεσμένη.» «Το ξέρουμε» του αποκρίθηκε ο Αντρέας «που δεν ανήκεις στο κόμμα, γιατί δεν έφαες όσα ήθελες από την εργολαβία του θεάτρου· μα το χατήρι δε θα σου γένει.»
Ο άλλος εκοίταξε ολόγυρά του, και αφού εκατάλαβε πως κανένας δεν είταν με το μέρος του δεν απάντησε. «Τι να σας πω» ξακολούθησε ο Αντρέας, μιλώντας χαμηλόφωνα στους συντρόφους του, «α γένει αυτό που κράζει τούτος ο κόρακας, τότες βέβαια δε μένει άλλο παρά η παντρειά. Σε δύο μήνες τα χρέγια δε βγαίνουνε. Ε μπάρμπα, τά 'χει τα χίλια αυτή που λές;» «Και περσότερα» του αποκρίθηκε χαρούμενος. «Εγώ, μωρέ, σου τα καταφέρνω όπως θέλει ο Θεός· και θα με συγχωράς μια μέρα, μωρέ παιδί.» «Μα έχει κάτι μάτια η άλλη!» είπε πάλε ο Αντρέας κουνώντας το κεφάλι του. «Α! Η Ρήνη του Τρίνκουλου, ε;» είπε ο Αντώνης πίνοντας μια γουλιά κρασί και χτυπώντας τα χείλη του. «Μες στην καρδιά μπήγεται το βλέμμα τση. Και ανάκουστη, και αμελέτητη και δουλεύτρα. Ω νά 'μουνα ελεύτερος!» «Θα την έπαιρνα, μα τον Άγιο» είπε ο Αντρέας σηκώνοντας το καπέλο του, «μα τι να σου κάμω. Είναι βλέπεις τα όβολα. Για την οικοένεια τόσο τόσο δε θα μ' έγνοιαζε. Ως και οι αρχόντοι παίρνουνε τσι δούλες τσου και χειρότερες. Κάποιος δεν επήρε μία δημόσια από το δρόμο, και τώρα κάνει και βίζιτες μαζί τση, κι αυτή πάει σ' όλα τ' αρχοντικά, και την έχει στα μεταξωτά ντυμένηνε; Εμέ, μπάρμπα, η Ρήνη, να ζεις, ντροπή δε θα μού 'φερνε.» «Πάρτηνε Αντρέα» είπε ο Αντώνης· «αυτή είναι γυναίκα για το σπίτι σου.» «Τι του λες, μωρέ» είπε ο μπάρμπας· «αυτή για εμάς δεν είναι δεν έχει παράδες! Εγώ τού 'πα τι έχει να κάμει.» «Να τσή 'δινε μοναχά η Επιστήμη τα χίλια, κ' ήβλεπες!» είπε ο Αντώνης. «Α δεν είτανε» είπε ο Αντρέας «το σπίτι μου σ' αυτή την περίληψη, και τίποτα να μην είχε, παρά μονάχα ό,τι φορεί στην καθημερινή, την έπαιρνα, γιατί έχει ξανθά μαλλιά και κάτι μάτια!... και κοιτάζει τόσο αθώα, τόσο γλυκά! Τώρα το κατάλαβα πού 'ναι όμορφη. Έγινε μία κοπελιάρα! Εξεσπούρδισε με μίας. Ούτε η χώρα δεν έχει μίαν όμοιανε. Μα τι κάνουνε τα τάλαρα, ανάθεμά τα κι όπου τα ανάδειξε!» «Το λες γιατί δεν έχεις» τού 'πε πονηρά ο μπάρρμπας σουφρώνοντας το μέτωπο. «Πάρε, μωρέ, αυτήνε που σου λέω εγώ, και βλέπεις α δεν τα βλοήσεις. Ζωή χαρισάμενη, μωρέ. Τάλαρα, μου λες; Αυτά είναι οι θεοί σε τούτην τη γης! Φάε αγάπη, μωρέ!» Κ' έκαμε με το χέρι του το βιολί απάνου στην κοιλιά του. «Μα ψηλά τη γούνα σου, Αντρέα, κοίταξε μη σου την κολλήσουνε, μωρέ, και δεν έχεις ξεμπερδεμούς. Μην παραπερνάς το καντούνι τση. Μου λένε πως τση μιλείς κιόλας.»
Κεφάλαιο Δ'
Δύο αμάξια καταφορτωμένα σακιά, κανίστρια, λάχανα, αθρώπους, με κατακουρασμένα λιγνά και και κακοσυγυρισμένα άλογα, εδιάβαιναν εκείνην τη στιγμή σηκώνοντας ένα σύγνεφο σκόνη. «Μας επνίξανε» είπε φτυώντας η νοικοκυρά που εμισούσε τους πλουσίους. «Είναι τα αμάξια τα Αγυριώτικα που πάνε στα χωριά. Τώρα κάθε χωριό έχει και την άμαξά του.» «Ποιος είτανε ο άρχοντας που είτανε μέσα;» ερώτησε κάποια. «Εγώ τόνε ξέρω» είπε η κυρά Χριστίνα με πείσμα· «είναι αυτός από το Λευκοράκι· εκεί τά 'χει όλα δικά του: χτήματα, άντρες, γυναίκες, κοπέλες! Τώρα και τα χωριά καταντήσανε χειρότερα από τη χώρα: πορνοστάσια! Τι να κάμουνε οι δυστυχισμένοι οι χωριάτες· α δεν υποταχτούνε, ψοφάνε τση πείνας.» «Πάλε τα ίδια η σιόρα Χριστίνα» είπε η Επιστήμη· «αφήστε τα αυτά. Άφησε τον κόσμο να πάει στη δουλειά του.» «Ήρθε η Ρήνη σου;» «Δεν τη γλέπω.» «Να ζήσεις, σιόρα Επιστήμη, κάτι καλό ακούσαμε· είναι αλήθεια;» «Τι;» «Μα κάτι για τον Αντρέα τον Ξη.» «Α, εμείς είμαστε» είπε η κυρά Επιστήμη κλειώντας τα μάτια, «μικροί αθρώποι, κι αυτός από οικογένεια. Πού ν' απλώσουμε τόσο ψηλά. Και πάλε, αν τση το γράφει η τύχη της...» «Δίκιο! Δίκιο!» είπαν πολλές. «Μα τι νέος!» «Κρίμας» είπε η νοικοκυρά που εμισούσε τους πλουσίους, «που εφτωχύνανε τώρα κομμάτι κι αυτοί οι Ξήδες. Μα είναι αθρώποι που δε χάνονται. Έχουνε τόσες γνώρες! Μονάχα, κοίταξέ σου καλά, σιόρα Επιστήμη μη... μη σας γελάσει. Τά 'καμε τα ίδια κι ο μαγαρισμένος ο πατέρας του· και εκακομοίριασε, ανάθεμά το, μία δύο εδώ στο μπόργο.» «Τά 'καμε εκεί που του περνούσε! Μα ξέρεις τι κοπέλα είναι η Ρήνη μου;» «Το μήλο πού θα πέσει;» είπε κάποια. «Αποκάτου από τη μηλιά» αποτέλειωσε μία άλλη. «Ούτε για όλο το βιος των Κορφώνε, μάτια μου, δεν το κάνει» είπε μία τρίτη. «Γι' αυτό και γω αφήνω» είπε με υπερηφάνεια η Επιστήμη· «παιδί δικό μας είναι, από δω από το μπόργο. Καμία φορά κουβεντιάζουνε και τσ' αφήνω. Τα λόγια ξέρεις μπότα δεν κάνουνε. Μοναχά στο δρόμο όμως. Δε θέλω να τση κόψω την τύχη τση, αν τση γράφει να τόνε πάρει.» «Καλώς τα κουβεντιάζετε, νοικοκυρές» είπε μία μισόκοπη συμπαθητική γυναίκα που ήρθε με την καρέκλα της κ' εντρυμώθηκε ανάμεσα στες άλλες. «Ε, για τη Ρήνη μιλείται; το ξέρει λοιπόν η σιόρα Επιστήμη;» «Να ξέρω τι, Κωνσταντίνα;» είπε με σοβαρό ύφος. «Τό 'χει κρουφό καμάρι» είπε η νοικοκυρά που εμισούσε τους πλουσίους· «είναι, πες, όλα τελειωμένα· γι' αυτό και δεν τη γνοιάζει.» «Χαρά σ' εσάς» είπε η νιόφερτη. «Από τη γειτονιά μας έρχομαι. Εκουβεντιάζανε τα παιδιά πολληώρα στο δρόμο και δεν εσκιαζόντανε που τα βλέπαμε. Μα τι να σου πω, είναι κομμάτι σαν άπρεπο... τον έμπασε τώρα μέσα.»
Η κυρά Επιστήμη ανατινάχτηκε με μιας κ' εβρέθηκε ορθή. «Τι λες, Κωνσταντίνα» είπε πασκίζοντας να φαίνεται ήσυχη· «μπα, μπα, η Ρήνη μου αυτό το πράμα! Θα τον έκραξε μέσα ο γέροντάς μου· τον άφηκα στο κρεβάτι· μού 'χε πει πως δε θά 'φευγε παρά το βράδι.»
Μα τα λόγια της δεν τα πίστευε ούτε η ίδια· ο νους της εδούλευε αλλιώς: «Χάλευε πού είναι αυτός ο μεθύστακας. Κυριακή και να μείνει σπίτι. Μα κι αυτή η Ρήνη να τόνε μπάσει μέσα! Δεν ήξερε που ο κόσμος έχει μάτια για να βλέπει;» Και δυνατά ξακολούθησε: «Πάω να δω τι γένεται· θα σας τήνε φέρω εδώ τη Ρήνη να σας πει η ίδια τι εστάθηκε. Μυστικά η κοπέλα μου δεν έχει, ούτε ψεγάδι κανένα.» Οι γυναίκες εχαμογέλασαν. Ένα άλλο αυτοκίνητο εδιάβηκε μ' όλη του τη γληγοράδα και η κυρά Χριστίνα ξανάρχισε την καταλαλιά της. Βιαστικιά η Επιστήμη επήγαινε τώρα σπίτι της.
Κι όταν έφτασε είδε πως όλα είταν αλήθεια. Η γειτόνισσα είχε πει την αλήθεια. Ναι η πόρτα του σπιτιού δεν είταν κλεισμένη, μα στην μπασιά, που εχρησίμευε για τραπεζαρία και για σαλόνι, όπου κιόλας είταν ο περίφημος κομός, ο Αντρέας και η θυγατέρα της, ορθοί και οι δύο και γιορτιάτικα ντυμένοι, εκουβέντιαζαν χαμογελώντας ο ένας τ' άλλου. Και η Επιστήμη, που ερχότουν με χτυποκάρδι στο σπίτι της, έμεινε μία στιγμή στο δρόμο και τους επαρατήρησε. Και ενώ από ένα μέρος γρικούσε μίαν άγρια στεναχώρια να της σφίγγει την τίμια καρδιά της, και ενώ κρύος ίδρος ντροπής τής περίβρεχε τα χέρια και το μέτωπο, εκείνην τη στιγμή τής εκάστηκε ακόμα πλιο ωραία η θυγατέρα της, στ' άνθι της νιότης, κι άλλο τόσο ωραίος κι ο Αντρέας και σαν καμωμένος για νά 'ναι το ταίρι της κόρης της. Κ' η μάνα είπε αθέλητα με το νου της: «Ω να την έπαιρνε.» Και η σκέψη της αποτέλειωσε το λόγο που της έβγαινε μέσα από τα βάθη της καρδιάς της: «Θα εκλειούσαν έτσι κι όλα τα στόματα! Να μην είναι σπίτι αυτός ο μεθύστακας! Τι ξαφόρμιση νά 'βρω τώρα για την υπόληψή μας;» Κι όρμησε στο σπίτι κ' έκλεισε με το συρτάρι την πόρτα.
Κάμποσες στιγμές εμείναν και οι τρεις τους ακίνητοι, άλαλοι, στατικοί, μη ξέροντας κανένας τι έπρεπε να κάμει. Η Ρήνη είχε αχνίσει από τη ντροπή κι από το φόβο κ' είταν παρέτοιμη να λιγοθυμήσει, παρόμοια σ' ένα αχνόθωρο λουλούδι που μαραίνεται πριν ξεμπουμπουκιάσει. Ο Αντρέας έκανε τον αδιάφορο, μα η καρδιά του του εσάλευε το στήθι· η μάνα δεν ήξερε αν έπρεπε να χτυπήσει το κεφάλι της και να κλάψει, αν έπρεπε να φωνάξει και να βρίσει, αν έπρεπε να μιλήσει καλότροπα και να διορθώσει, αν ημπόρειε, τη συφορά. «Τι είχαν κάμει ολομόναχοι τόσην ώρα; Και πόση ώρα τον είχε μέσα;» Τέλος αποφάσισε να μιλήσει. Η Ρήνη αναστέναξε.
«Αντρέα» είπε με σιγαλή μα σταθερή φωνή. «εβάρθηκες να ντροπιάσεις το φτωχικό μου;» «Ω μάνα» είπε η Ρήνη ξεσπώντας σε δάκρυα, «ω μάνα!» «Όχι» είπε ο Αντρέας γενόμενος πλιο κόκκινος. «Δεν εσκέφτηκες» ξακολούθησε πικρά, «πως είμαστε φτωχοί αθρώποι, αδύνατο μέρος, πως δεν έχουμε παρά του θεού την ολπίδα και την υπόληψή μας, και το μοναχό αποκούμπι τση φαμίλιας μου δεν είμαι παρά εγώ, μία καημένη γυναίκα, σαν έρμη, γιατί τον άντρα πόχω είναι σα να μην τον είχα; Κ' εβάλθηκε να κλαίει. «Ω μάνα!» ξανάπε αναστενάζοντας η Ρήνη, «θα σου πει· η καρδιά του είναιχρυσή· δεν ακταδέχεται την ατιμία.» «Γιατί τον έμπασες μέσα; Γιατί ήρθες μέσα, Αντρέα; Η γειτόνισσα στο φόρο το βουκινίζει· κ' έχει δίκιο· ποιος θα τήνε πάρει τη δυστυχισμένη τώρα που της έκαμες αυτό το κακό;» «Άκου» είπε ο Αντρέας πειραγμένος, «όλο το μπόργο μ' εγνώρισε τίμιονε, και η ίδια με ξέρεις. Τι να σου κάμω; Η αγάπη δεν παίρνει το θέλημα τω γονιώνε· γεννιέται μοναχή τση. Τη Ρήνη σου εγώ τήνε παίρνω.» «Δε μένει άλλο» είπε η μάνα μ' έναν αναστεναγμό παρηγορητικό, «έτσι μόνο θα γλυτωθεί η τιμή μας.» «Α θέλεις» ξανάπε αδιάφορα ο Αντρέας «φέρε και τώρα τον παπά και το νούνο για να τελειώσει. Μα, σιόρα Επιστήμη, ξέρεις την περίληψη του σπιτιού μου. Ο κακομοίρης ο πατέρας μου μ' άφηκε χρέγια που ολοένα τα πλερώνω· τι να πρωτοκάμω μ' αυτά τα μπράτσα; Σκίσε μου την καρδιά μέσα θά 'βρεις τη Ρήνη σου. Την αγαπάω από κείνο το βράδι· τα μάτια της μ' εκάψανε. Μα πώς να τήνε ζήσω, πώς να κουναρήσω παιδιά;» «Αυτό συλλογιέσαι! Και δε βοηθάει ο θεός; Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχετε ανάγκη;» «Όχι, σιόρα Επιστήμη· θα ξεπέσει κι άλλο το σπίτι μου· θα μου το πουλήσουνε, θα ντροπιαστώ στον κόσμο!» «Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;» είπε τώρα η Ρήνη ανάμεσα στα δάκρυά της, «και σ' ένα καλύβι, με την αγάπη μας, θα ξαλλάζαμε τη ζωή μας και για όλο το βιος του κόσμου;» «Θέλω νά 'σαι σαν κυρά στα χέρια μου· δε σε παίρνω στην κακομοιριά. Τι δίνεις, κυρά Επιστήμη;» «Τον άθρωπό μου» αποκρίθηκε με περηφάνεια σφουγγίζοντας τα μάτια της, «και την ευκή μου! Γιατί δεν πράζεις σαν τίμιος άντρας που είσαι; Την αγαπάς; πάρ' τήνε. Ο θεός βοηθός. Φτωχοί αθρώποι είμαστε· τό 'ξερες!» «Χωρίς τίποτα;» ερώτησε στενοχωρημένος. «Την επείραξες! Κ' είναι αδύνατο μέρος η δύστυχη. Τρεις εκατοστές έχει κι όχι άλλα.» «Σαν τίποτα» είπε σταυρώνοντας τα χέρια· «τι να πρωτοκάμω;» «Την επείραξες» του ξανάπε η μάνα αψωμένη· «αν είσαι τιμημένος δείχ' το· ειδέ την έχεις στο λαιμό σου!» «Δος μου έξη να λευτερώσω κάνε το σπίτι μου. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» «Ω δος τα μάνα!» είπε τότες κλαίοντας η Ρήνη και σηκώνοντας προς τη μάνα τα χέρια της· «μ' αυτά θ' αγοράσεις την ευτυχία μου. ´Οσοι άντρες κι αν είναι στον κόσμο, ούτε και βασιλόπουλα, δε θα μ' αγαπήσει κανένας σαν τον Αντρέα· ούτε και γω!» «Τι λες;» της αποκρίθηκε, ρίχνοντάς της μία σκληρή ματιά. «Εσύ έσφαλες· κ' εγώ ν' αδικήσω τ' αδέρφια σου τ' άλλα; Δύο θεριά αξαίνουνε ολοένα κατόπι σου και τ' αρσενικό μένει στο δρόμο. Τι άλλο να κάμω για σας; ό,τι μπορούσα δεν τό 'καμα; Δεν έχω άλλα!» «Έτσι είναι αδύνατο» είπε ο Αντρέας κ' εδάκρυε.
Μα τότες η κυρά Επιστήμη εθύμωσε. Εσήκωσε ψηλά το χέρι της, και αχνή και με σπίθες στα μάτια τού 'πε: «Έτσι είτανε από την αρχή του το σπίτι σου· έτσι! Κ' εχαλάστηκε κατά πώς τού 'πρεπε. Και συ ακολουθάς το παράδειμα. Ω καταραμένεε, τι σου χρωστούσα να πειράξεις την ησυχία του σπιτιού μου, την καλύτερη κοπέλα του μπόργου, ω που να πιαίνεις χρυσάφι και να γένεται χώμα!» «Μην καταριέσαι» είπε χτυπώντας φοβισμένη τα στήθια της η κόρη· «δεν τό 'θελε έτσι, μάνα· μ' αγαπάει· δος τα, δος τα!» «Και συ» της είπε ακολουθώντας με οργή, «αφού εγίνηκες όπως εγίνηκες, κ' έχασες, ανέμυαλη, την καημένη σου τη νιότη! Σύρε, κακομοίρα μου, κουρέψου σε κανένα μοναστήρι! Ωχ, τι να σε κάμω!» Κ' έπεσε σε μια καρέκλα κ' έκρουψε το τίμιο πρόσωπό της στα χέρια της και εβάλθηκε να κλαίει πικρά πικρά χωρίς να φωνάζει
Εκλαίγαν και οι τρεις τους. «Ω!» έκαμε δειλά δειλά η Ρήνη, κοιτάζοντας τον Αντρέα με μάτια δακρυσμένα και περιπλέκοντας τα δάχτυλά της· «δουλευτάδες και οι δύο ποιόνε έχουμε ανάγκη;» «Δε μπορώ» ξανάπε ο νέος με πόνο· «αύριο θά 'μαστε στο δρόμο· δε σε παίρνω στη φτώχεια και στην καταφρόνια.»
Καμπόση ώρα εμείναν πάλε σιωπηλοί και οι τρεις. Η κάμαρα εσκοτείνιαζε τώρα, γιατί ο ήλιος είχε καθίσει· και δεν ακουότουν τίποτα άλλο παρά ο κουφός ανασασμός της νοκοκυράς που δεν εσάλευε. Κανένας εκείνο το βράδυ δεν εσκκεφτότουν ν' ανάψει το φως.
Και τώρα είταν η Ρήνη που εθύμωνε και που απελπισμένη επαναστατούσε: «Εσύ, μάνα» είπε βραχνά, «κι όχι ο Αντρέας, εσύ με παίρνεις στο λαιμό σου για λίγα λεφτά! Έχεις και δεν τα δίνεις. Και δέκα και δώδεκα εκατοστές έχεις, το ξέρω εγώ· και κάνεις δουλειές κάθε μέρα, και τ' αβγατίζεις τα τάλαρά σου. Και τώρα... και τώρα θέλεις να με κλείσεις σε μοναστήρι, εμένανε που σ' εδούλεψα, που τά 'βγαλα η ίδια τα προικιά μου με τον κόπο μου, για νά 'χουνε τ' άλλα σου τα παιδιά περσότερα. Ω μάνα! Ω μάνα!» «Τρεις εκατοστές είναι οι δικές σου» της αποκρίθηκε με βραχνή φωνή χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. «Θα σε πάρω» της είπε στ' αυτί ο Αντρέας· «έχε υπομονή!» κι αδρασκέλησε βιαστικά το κατώφλι.
Σε λίγο η Επιστήμη είταν ησυχασμένη. Η θυγατέρα της εστεκότουν ακόμα ορθή, σαν καρφωμένη στη θέση της, και δεν έλεγε λόγο. «Άναψε τη λάμπα» επρόσταξε η μάνα σηκώνοντας το κεφάλι της σα να μην είχε γένει τίποτα. Κι αφού ήρθε το φως ξακολούθησε αδιάφορα: «Ας μετρηθούμε τώρα καλά. Τι εστάθηκε; Έκαμες ένα σφάλμα. Θα το πλερώσεις βέβαια. Μα δεν είναι και τόσο τόσο μεγάλο. Όχι; Ακούστηκες μοναχά. Μα έχεις τσι τρεις εκατοστές σου. Η τύχη σου δε σου τό 'γραφε για να τόνε πάρεις τον Αντρέα· θα πάρεις τώρα έναν κατώτερόνε. Αυτό είναι το όλο. Φτάνει μόνο να ησυχάσεις ως εδώ.» «Όχι, μάνα» είπε, «τον Αντρέα θα πάρω, όχι άλλονε» κ' επήγε στο μαγειριό.
Εκείνην τη στιγμή ερχότουν κι ο γέρος, αδύνατος, κρασισμένος, σκυμμένος, στο σπίτι. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια και μ' ένα κουτό χαμόγελο στ' αχνά του τα χείλη ερώτησε κλειώντας τα μάτια: «Τι τρέχει;» «Καμάρωσε το θηλυκό σου!» του αποκρίθηκε η γυναίκα του, «όλα από σένανε κατάγονται. Αν είσουνε σπίτι κι όχι στην ταβέρνα τίποτα δε θα γενότανε.» «Η Ρήνη μου;» ερώτησε παρέτοιμος να κλάψει. «Η Ρήνη σου, ναι!» του αποκρίθηκε, «έμπασε εδώ μέσα...» «Με χαλεύει» αντίσκοψε κλαίοντας από το μαγειριό η κόρη, «ο Αντρέας· μα θέλει έξη εκατοστές και δεν του τσι δίνει· δε θέλει να με καλομοιρώσει.» «Δος τες» έκαμε σπλαχνιστικά ο μεθυσμένος στεναζοντας, «δος τες, γυναίκα.» «Και οι άλλες; και μεις; και το παιδί;» «Δος τες, γυναίκα, έχει ο Θεός και για μας!» κ' ετράβηξε προς την κάμαρα για να κοιμηθεί. «Όχι, όχι!» εφώναξε η κυρά Επιστήμη.
Κεφάλαιο ΙΓ'
Επήγε στο σπίτι του· και μη βρίσκοντας εκεί τη Ρήνη, επήγε, χωρίς να χάσει στιγμή, στο σπίτι της πεθεράς του.
Εκεί εκλαίγαν όλοι, η Ρήνη, οι δύο αδερφάδες της και το αγόρι. Την εσίμωσε για να τη φιλήσει.
Εκείνη τον εκοίταξε με παράπονο, σαν να τον ονείδιζε για όλο το φέρσιμό του, μα δεν αντιστάθηκε στο αγκάλιασμα. Θά 'βρισκε στο τέλος κάποια γενναιότητα στην καρδιά του;
Της είπε χαρούμενος, σα νά 'χε λησμονήσει στη στιγμή ό,τι είχε κάμει τόσες μέρες: «Την Κυριακή στεφανωνόμαστε!» Αυτή του χαμογέλασε. «Και πάει η φτώχεια» εξακολούθησε· «της αφήκαμε γεια! Η μάνα σου εθύμωσε, μ' εβάρεσε, μα δεν πειράζει. Τα δίνει όλα όσα έχει· δε θα πάρω παρά τα χίλια που χρειάζονται.»
Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε. «Γιατί δε χαίρεσαι;« την ερώτησε.
Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. 'Ετρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια τού τα' χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ' αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. 'Ενα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγκρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα. Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: «Σ' εδυστύχεψε!« Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: «Έφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλι». «Και ξαναγοράζεις» του 'πε η Ρήνη πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει.
«Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας. «και δεν την έχω;» «Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!» «Θα ξανάρθει» της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα' ναι παράδεισος!» «Όχι!» του 'πε· «έπειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια μου;» «Σ' εδυστύχεψε!» είπε πάλι πικρά ο πατέρας, που τώρα ήταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση τό 'πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
«Πάμε!» είπε ο Αντρέας. «'Οχι!» του 'πε μ' απόφαση· «εδώ είναι ο χωρισμός μας· θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ' άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. 'Οχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!»
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα. «Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!» Κι εβγήκε στο δρόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου