Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ''Το γεφύρι της Άρτας''



 ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ''Το γεφύρι της Άρτας''

Η αλβανική παραλλαγή, Το κάστρο της Ροζάφα

Έπεσε η οµίχλη πάνω από την Μπούνα και την κάλυψε ολόκληρη. Τρεις µέρες και τρεις νύχτες η οµίχλη έµεινε εκεί. Μετά τρεις µέρες και τρεις νύχτες ένας αδύναµος άνεµος έπνευσε και ανύψωσε την οµίχλη. Την ανύψωσε και την πήγε µέχρι τον τάφο του Βαλδανούζι. Εκεί στην κορυφή του λόφου, τρία αδέλφια δούλευαν. Έχτιζαν κάστρο µέγα. Τη µέρα έχτιζαν, το βράδυ γκρεµιζόταν, κι έτσι δε χτιζόταν.
Περνάει, λοιπόν, από εκεί ένας καλός γέροντας. Καλή δουλειά, ω τρία αδέλφια. Να’ σαι καλά, ω καλέ
γέροντα. Πού τη βλέπεις όµως συ την καλή δουλειά; Τη µέρα το υψώνουµε, τη νύχτα καταρρέει. Ξέρεις κανα λόγο να µας πεις χαρµόσυνο; Τι πρέπει να κάνουµε για να κρατήσουµε τους τοίχους στα πόδια τους;

Εγώ ξέρω – αποκρίνεται ο γέροντας – αλλά δειλιάζω να σας πω, γιατί είναι αµαρτία. Ρίξ΄ την αµαρτία πάνω µας, γιατίθέλουµε να κρατήσουµε στα πόδια του αυτό το κάστρο. Ο καλός γέροντας σκέφτεται και ρωτάει: - Είστε παντρεµένοι, ω παλικάρια; Τις έχετε εσείς οι τρεις τις τρεις κοπέλες σας; Παντρεµένοι είµαστε, του λένε εκείνοι, και οι τρεις τις έχουµε τις τρεις κοπέλες µας. Για πες, λοιπόν, τι πρέπει να κάνουµε, για να στεριώσει αυτό το κάστρο; Αν θέλετε να στεριώσει δεσµευτείτε µε όρκο: Μην πείτε στις γυναίκες σας, στο σπίτι µη µιλήστε για τα λόγια που εγώ θα πω. Μια από τις τρεις συννυφάδες που θα’ ρθει αύριο να σας φέρει φαγητό, να την πάρετε και να την χτίσετε ζωντανή στον τοίχο του κάστρου. Τότε θα δείτε ότι ο τοίχος θα στεριώσει και θα επιζήσει αιωνίως.

Αυτά είπε ο γέροντας και σε µια στιγµή εξαφανίστηκε. Συµφορά, ο µεγάλος αδερφός πάτησε τον όρκο του και δεν κράτησε το λόγο του. Μίλησε στο σπίτι, είπε στηγυναίκα του να µην πάει εκεί την επόµενη µέρα. Κι ο µεσαίος αδερφός πάτησε τον όρκο του: όλα τα είπε στη γυναίκα του. Μόνον ο µικρός κράτησε το λόγο του, δε µίλησε στο σπίτι και στη γυναίκα του δε µίλησε.  Ξηµέρωµα κι οι τρεις σηκώνονται νωρίς και πάνε στη δουλειά τους. Τα σφυριά κοµµατιάζονται, οι πέτρες διαλύονται, οι καρδιές χτυπάνε, οι τοίχοι υψώνονται. Στο σπίτι η µάνα των αγοριών δεν ξέρει τίποτε. Λέει στη µεγάλη: Καλέ µεγάλη νύφη, οι µάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάµε κολοκύθες. Της απαντάει η µεγάλη νύφη: Πίστεψέ µε µάνα, σήµερα δεν µπορώ να πάω, γιατί είµαι άρρωστη. Γυρνάει και λέει στη µεσαία: Καλέ µεσαία νύφη, οι µάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάµε κολοκύθες. Πίστεψέ µε µάνα, σήµεραδεν µπορώ να πάω, γιατί έχω να πάω στους συγγενείς µου. Τότε η µάνα των αγοριών γυρνάει και λέει στη µικρότερη: - Καλέ µικρή νύφη. Η µικρή νύφη όρθια στα δυο της πόδια : - Ορίστε µητέρα. Οι µάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάµε κολοκύθες. Πίστεψέ µε µάνα, εγώ θα πάω. Αλλά έχω γιο µικρό. Θέλει να θηλάσει, θέλει να πιει και κλαίει. Ξεκίνα γρήγορα, γιατί το γιο τον έχουµε εµείς, δεν τον αφήνουµε να κλαίει, λένε οι συννυφάδες.

Σηκώνεται η µικρή γυναίκα, η καλή, παίρνει ψωµί, νερό και κολοκύθα, φιλάει το γιο στα δυο του µάγουλα, ξεκινάει και κατηφορίζει στην Καζένα, εκεί ανεβαίνει το λόφο του Βαλδανούζι, κοντεύει στον τόπο των µαστόρων. Εκεί είναι οι δυο κουνιάδοι και ο άνδρας της. Καλή δουλειά, ω µάστορες. Μα τι είναι αυτό;  Σταµατάνε τα σφυριά και κόβονται, αλλά οι καρδιές χτυπούν όλο και πιο δυνατά. Τα πρόσωπα χλοµιάζουν. Όταν βλέπει ο µικρός τη γυναίκα του, πετάει το σφυρί απ’ το χέρι, καταριέται την πέτρα και τον τοίχο. Η γυναίκα του του λέι: - Τι έχεις αφέντη µου; Γιατί καταριέσαι τον τοίχο και την πέτρα; Πετιέται τότε ο κουνιάδος, ο µεγάλος:  Ω έχεις γεννηθεί σε µαύρη µέρα, νύφη µου. Εµείς συµφωνήσαµε να σε χτίσουµε ζωντανή στον τοίχο αυτού του κάστρου. Έχετε γεια, ω κουνιάδοι. Θα σας αφήσω όµως µια τελευταία επιθυµία: όταν µε χτίσετε στον τοίχο, να αφήσετε έξω το δεξί µου µάτι, να αφήσετε έξω το δεξί µου χέρι, να αφήσετε έξω το δεξί µου πόδι, να αφήσετεέξω το δεξί µαστό µου. Γιατί το γιο µου τον έχω µικρό, όταν θα αρχίσει να κλαίει µε το ένα µάτι θα τον βλέπω, µε το ένα χέρι θα τον νανουρίζω, µε το ένα πόδι θα του κουνώ την κούνια και να του δίνω το δεξί µαστό µου να πίνει. Να ζεσταθεί ο µαστός µου, το κάστρο να στεριώσει, ο γιος µου να γίνει παλικάρι να γίνει βασιλιάς, να βασιλέψει.

Παίρνουν τη µικρή νύφη και τη χτίζουν στα θεµέλια τούτου του κάστρου. Και οι τοίχοι σηκώνονται,
υψώνονται δεν πέφτουν πια σαν πρώτα. Πλάι στους τοίχους βρεγµένοι στέκουν και µουχλιασµένοι ακόµη και σήµερα οι βράχοι, γιατί συνεχίζουν τα δάκρυα της µάνας για το γιο της. Κι ο γιος µεγάλωσε, θάρρεψε και πολέµησε.

Η κυπριακή παραλλαγή του «γιοφυριού της Άρτας»: Ο ΒΑΛΙΑΝΤΗΣ ΤΖ' Η ΜΑΡΟΥ∆ΚΙΑ

Κάτω στους πέντε ποταµούς, κάτω στις πέντε βρύσες,
κάτω στις άκρες των ακρών εκεί που τελειώνει ο κόσµος,
κάτω στις άκρες των ακρών στη µέση του Μόου,
έκτιζαν γεφύρι και είπαν πως είναι του φόβου.
Γιοφύρι είναι που χτίζανε µε δώδεκα καµάρες
και όλη µέρα το έχτιζαν, τη νύχτα πάλι χαλούσε.
Και το Στοιχειό του ποταµού από κάτω κελαηδούσε :
- Α! Βαλιαντή πρωτοµάστορα και µάστορα στους µαστόρους,
από τη γενιά σου αν δε βάλεις γιοφύρι δε στέκει.
Στέκεται διερωτάται και εκείνος ποιον να βάλει.
- Άντε να πω τη µάνα µου, άλλη πια µάνα πού’ναι;
Άντε να πω τον πατέρα µου, άλλο πια πατέρα πού’ναι;
Και αν βάλω από τα αδέλφια µου, αδέλφια δε βρίσκω.
Χαπάρια και µηνύµατα πηγαίνει στη Μαρουδκιά.
- Έλα να πάε Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.
Κακό στο νου της δεν έβαλε, καλό στο νου της βάζει
και έπιασε τη χρυσή ρόκα και το χρυσό ροδάνι,
χρυσή κλωστή εκρέµασε και στο Βαλιαντή πηγαίνει.
Μόλις τη βλέπει ο Βαλιαντής σφάχτηκε από το καηµό του
-Τι µε θέλεις, µάστορα µου, και µου µήνυσες και ήρθα;
-Επέστρεψε στο σπίτι, Μαρουδκιά, και τίποτα δε σε θέλω.
Μέχρι να πάει η Μαρουδκιά χαπάρια έρχονται πίσω της.
 -Έλα να πάµε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.
-Τώρα ήµουν στου Βαλιαντή και µου είπε πως δε µε θέλει.
-Έλα να πάµε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.
Έβγαλε τα χρυσά ρούχα και εφόρεσε τα µαύρα
και έδωσε ένα γύρω των σπιτιών και τα αποχαιρέτισε.
-Σε κοιµίζω, µωρό µ ου, και άλλη θα σε ξυπνήσει,
σε ζυµώνω ζυµάρι µ ου και άλλη θα σε κόψει.
Έχετε γεια σπίτια ου και στρώµα όπου κοιµόµουν,
αυλή που τριγύριζα και τραπέζι όπου δειπνούσα.
Έπιασε τη µαύρη ρόκα και το µαύρο ροδάνι,
µαύρη κλωστή εκρέµασε και στο Βαλιαντή πηγαίνει
Όταν τη βλέπει ο Βαλιαντής, λούστηκε στο κλάµα.
-Α! σιταρένιο µου ψωµί, σιµιγδαλένια πίτα,
τι µε θέλεις, Βαλιαντή, και ου µήνυσές και ήρθα;
Πάντα έστελνες και µε έφερναν και λουζόσουνα το γέλιο,
τώρα έστειλες και µε έφεραν και λούστηκες το κλάµα.
-Κάτω στις άκρες των ακρών, στη καµάρα που είναι στο
µέσον η αρραβώνα µου έπεσε και ποιος θα µου την εύρει;
- Μη κλαις έτσι, Βαλιαντή, και εγώ θα σου την εύρω.
Φέρε καρέκλα που να αρµόζει, φέρε χρυσό ψαλίδι, κόψε
τα µαλλιά µου που είναι εξήντα πιθαµές
και κάµε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγµένο
και από τη µέση δέσε µε κατέβασέ µε ως κάτω.
Φέρνει καρέκλα που να αρµόζει, φέρνει χρυσό ψαλίδι,
και έκοψε τα µαλλιά της που είναι εξήντα πιθαµές
έκαµε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγµένο
και από τη µέση τη δένει να κατεβεί ως κάτω.
Κοιτάζει από εκεί, κοιτάζει από ’δω, τίποτα δε βρίσκει,
µόνο φαρµακερά φίδια έχουν το στόµα ανοιχτό να τη
ρουφήσουν.
-Τράβα µε πάνω, Βαλιαντή, τίποτα δε βρίσκω,
µόνο φαρµακερά φίδια έχουν το στόµα ανοιχτό να µε
ρουφήσουν. -Και ξανακάνε το γύρο, µακάρι να πετύχεις να τη βρεις.
Ξανακάνει το γύρο τίποτα δεν πετυχαίνει
-Τράβα µε πάνω, Βαλιαντή και το µωρό µου κλαίει
και τα βυζιά τα µυροδόχα είναι φουσκωένα από το γάλα.
-Φέρτε χαλίκια και πηλό τη Μαρουδκιά να χτίσω.
Ανάθε µ α τη µ άνα της και την καρδιά που είχε,
ανάθεα τη άνα της την πικρογαλατούσα.
Τρεις κόρες που τις έκαµε, τρία γεφύρια έχτισαν,
η µια έχτισε το Γαλατά, η άλλη τον Ευφράτη
και η τρίτη η καλύτερη της Τρίχας το γιοφύρι




Η ποµάκικη παραλλαγή του «Γεφυριού της Άρτας» (Μετάφραση)

Τρία αδέλφια γεφυριού τοίχο χτίζανε
Τη µέρα το χτίζουν, το βράδι γκρεµίζεται
Το βράδι γκρεµίζεται, θυσία θέλει.
Καθίσανε τρία αδέλφια
Να κουβεντιάσουν, να αποφασίσουν.
- Αδέλφια, βρε αδέλφια, τρία αδέλφια,
Ελάτε να κάνουµε δικιά µας συµφωνία
Όποια θα έρθει αύριο νωρίς
Εκείνη θα τη βάλουµε στη µέση στα θεµέλια.
Ξεπρόβαλλε του πιο µικρού (αδελφού)
Του πιο µικρού η όµορφη Γιουρκέ,
Η όµορφη Γιουρκέ, η νέα νύφη.
Στο αριστερό χέρι κρατάει ζεστό πρωινό
Στο δεξί της έχει κρύο νερό.
Την είδε ο µικρότερος ο αγαπηµένος της
Με το χέρι της έγνεψε πίσω να γυρίσει
Της έκλεισε το µάτι. Εκείνη πήγε πιο γρήγορα.
- Αδέλφια, αδέλφια, τρία αδέλφια
Καλή ευκολία, τρία αδέλφια.
- Ο Θεός µαζί σου, όµορφη Γιουρκέ
- Γιατί µου κλαις πρώτη µου αγάπη;
Πώς να µην κλαίω, όµορφη Γιουρκέ;
Το δαχτυλίδι µου έπεσε στη µέση του γεφυριού.
- Μη µου κλαις πρώτη µου αγάπη
Θα µαζέψω το µανίκι και θα σηκώσω το πανωφόρι
Θα µπω στη µέση στα θεµέλια
Θα σου βγάλω το άξιο το δαχτυλίδι
Το ασηµένιο δαχτυλίδι µε τη µαρµαρένια πέτρα.
- Ρίξτε της αδέλφια, ξύλο για ξύλο
Πέτρα για πέτρα για να χτίσουµε
την όµορφη Γιουρκέ στη µέση της γέφυρας
- Αφήστε µε, τρία αδέλφια
Έχω παιδί, µου είναι ξεσκέπαστο
Μου είναι ξεσκέπαστο και ξεφασκιωµένο.
- Μη µου κλαις όµορφη Γιουρκέ
Έχεις µάνα, θα σου το σκεπάσει
Θα το σκεπάσει και θα το φασκιώσει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου