Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΛΕΜΑΜΕ ΤΟΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟ



ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

António Jacinto (1924-1991)

ΜΟΝΑΓΚΑΜΠΑ

Σ' αυτό το μεγάλο κτήμα δεν υπάρχει βροχή
ειν' ο ιδρώτας του μετώπου μου που ποτίζει τη συγκομιδή:

Σ' αυτό το μεγάλο κτήμα υπάρχει ώριμος καφές
κι αυτή η κοκκινίλα της κερασιάς
είναι σταγόνες του αίματος μου π' άλλαξε σε χυμό.

Ο καφές θα ψηθεί,
θα πατηθεί και θα σπάσει
θα γίνει μαύρος, μαύρος με το χρώμα της «αντίθεσης».

Μαύρος με το χρώμα της «αντίθεσης»!

Ρώτησε τα πουλιά που τραγουδούν,
τα ρυάκια στην αμέριμνη περιπλάνηση
και τον ψηλό άνεμο απ' το νησί:

Ποιος ξυπνά νωρίς; Ποιος μοχθεί;
Ποιος κουβαλά στο μακρύ δρόμο
τη λινάτσα ή την αρμαθιά της ψίχας;
Ποιος θερίζει και πληρώνεται με περιφρόνηση
με σάπιο καλαμπόκι, βρωμισμένο ψάρι,
κουρελιασμένα ρούχα, πενήντα αγκολάρες
δαρμένος για να μη μιλήσει;

Ποιός;

Ποιος κάνει το κεχρί να μεγαλώσει
και τα πορτοκαλόδασα ν' ανθίσουν;
— Ποιος;

Ποιος δίνει χρήματα στον αφέντη να πάρει
αυτοκίνητα, μηχανές, γυναίκες
και νέγρικα κεφάλια για τα μηχανήματα!

Ποιος κάνει τον λευκό να καλοπερνά,
με μεγάλη κοιλιά –με πολλά λεφτά;
— Ποιός;

Και τα πουλιά που τραγουδούν,
τα ρυάκια στην αμέριμνη περιπλάνηση
κι ο ψηλός άνεμος απ' το νησί
θ' απαντήσουν:

— Μοναγκάμπαααα...

Α! άσε επί τέλους ν' ανέβω στις χουρμαδιές
Να πιω κρασί, κρασί καρύδας
και μεθυσμένος απ' το πιοτό να ξεχάσω

— Μοναγκάμπαααα...

Νταβίντ Ντιόπ: «Η εποχή του Μαρτυρίου»
«Ο άσπρος σκότωσε τον πατέρα μου,
ο πατέρας μου ήταν περήφανος.

Ο άσπρος βίασε τη μάνα μου;
η μάνα μου ήταν όμορφη.

Ο άσπρος καμπούριασε τον αδελφό μου
στους δρόμους κάτω απ’ τον ήλιο,
ο αδελφός μου ήταν δυνατός.

Ο άσπρος γύρισε σε μένα
με χέρια κόκκινα από αίμα

Μαύρο
και με φωνή αφέντη μου’ πε:

«Ε, μπόυ, σκαμνί πετσέτα και νερό!»

Ποίημα ανώνυμου παιδιού από την Αφρική (προτάθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως το καλύτερο ποίημα του 2006)
Όταν γεννιέμαι, είμαι μαύρος
Όταν μεγαλώσω, είμαι μαύρος
Όταν κάθομαι στον ήλιο, είμαι μαύρος
Όταν φοβάμαι, είμαι μαύρος
Όταν αρρωσταίνω, είμαι μαύρος
Κι όταν πεθαίνω, ακόμα είμαι μαύρος
Κι εσύ λευκέ άνθρωπε
Όταν γεννιέσαι, είσαι ροζ
Όταν μεγαλώνεις, γίνεσαι λευκός
Όταν κάθεσαι στον ήλιο, γίνεσαι κόκκινος
Όταν κρυώνεις, γίνεσαι μπλε
Όταν φοβάσαι, γίνεσαι κίτρινος
Όταν αρρωσταίνεις, γίνεσαι πράσινος
Κι όταν πεθαίνεις, γίνεσαι γκρι

Και αποκαλείς εμένα έγχρωμο...
Από το ποίημα  Μόνωση του Νικηφόρου Βρεττάκου
[…]
Γεννήθηκα σε μια κορφή
που είχε μπροστά μια θάλασσα,
που είχε σιμά τον ουρανό
κ’ ήταν σα θαύμα ονείρου.
Μα όταν η μάνα μου καλά
μ’ είδε μες στην αγκάλη της,
φοβήθη και με πέταξε
στην αγκαλιά του απείρου.

Κάμπος νερό δε μού ’δωσε
κι άνθρωπος δε με χάιδεψε.
Μου ’βαλαν πίκρα στο ψωμί
κι αγκάθια στα σκουτιά μου.
Κι ενώ τον ήλιο της αυγής
και γω να φτάσω πήγαινα,
σαν πτώμα πίσω μου βαρύ
έσερνα τη σκιά μου.

Κανένα πλάσμα στη ζωή
κ’ εμένα δε μ’ αγάπησε
και τα παιδιά μου βγάζανε
την γλώσσα όταν περνούσα.
[…]
Κρυφή χαρά μ’ απόμενε
μέχρι θανάτου ν’ αγαπώ
τα πλάσματα του κόσμου.
Μα όταν τους άνοιγα κ’ εγώ
την αγκαλιά μου, φεύγανε
κι ακούμπαγα στα χέρια μου
κ’ έκλαιγα μοναχός μου.
[…]
Σα σκοτεινό μετέωρο
που η δίνη το σφεντόνισε
μες στ’ άπειρο, πάντα άπειρο
μου μένει να διασχίσω;
Μέσα σε στρώματα σιωπής
θα πλέω νυχτιών ατέλειωτων;
(Ρωτούσα: Πότε θα βρεθεί
μια γη να σταματήσω;)
Μα το ’λεγα τόσο σιγά
να μη μ’ ακούσουν γύρω μου.
Δεν ήθελα να φταίει κανείς
επειδή εγώ πονούσα.
[…]
Μ’ απόψε, που κατάμαυρη
μπροστά μου απλώθη η θάλασσα
κι άγρια το ρεύμα επάνω μου
φουσκώνει της αβύσσου
κ’ έριξα τη στερνή ματιά
στο σκοτεινό πλανήτη σου,
θα ’θελα, Κύριε, να μου πεις
αν είμ’ εγώ παιδί σου.
[…]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου